ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ SITE

ΕΠΙΣΗΜΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ: wwwinsense.blogspot.com ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΓΙΑ ΕΞΥΠΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: wwwpropagenda.blogspot.com
ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ:
wwwmetafrasths.blogspot.com ΜΠΕΙΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΟΡΤΑΛ: www.my-insense.blogspot.com

ΝΕΟ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ-ΣΑΤΕΛΛΙΤΗΣ ΙΔΕΩΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ:wwwclassicliberalism.blogspot.com/

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΥΠΟ (Μεταφράσεις Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου)



«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»

                                        Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
                                                               1945


Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό δεν συμπεριελήφθη στην πρώτη έκδοση
του βιβλίου «Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Ανακαλύφθηκε από τον Ian Angus
και δημοσιεύθηκε στις 15/9/1972 στο έντυπο «THE TIMES LITERARY SUPPLEMENT”.
Πρέπει, σαφώς, να διαβαστεί
Α) σε συνάρτηση με το δοκίμιο «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»
καθώς και σε σχέση με τα άρθρα του Όργουελ περί Χριστιανισμού.
Β) σε συνάρτηση με τα κείμενα του Αλμπέρ Καμύ περί Ισπανίας και Ελλάδας
καθώς και σε σχέση με τις διαλέξεις του στην Στοκχόλμη περί Τέχνης και Ελευθερίας.

                                      Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
                                       Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Το 1937 συνέλαβα για πρώτη φορά
την κεντρική ιδέα για το βιβλίο αυτό, του οποίου όμως η συγγραφή δεν ολοκληρώθηκε
παρά μόνον έως τα τέλη περίπου του 1943.
Έως την στιγμή που έφθανε να ολοκληρωθεί, είχε καταστεί φανερό ότι θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία
ως προς το να μπορέσει να δημοσιευθεί –σε αντίθεση με την τρέχουσα έλλειψη βιβλίων που εξασφαλίζει πως ο,τιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως βιβλίο θα «πουλήσει»–
και όταν αυτό γράφτηκε και ολοκληρώθηκε, απερρίφθη από 4 εκδότες.
Μόνον ένας από αυτούς είχε κάποιο ιδεολογικό κίνητρο (οι δύο εξέδιδαν επί έτη βιβλία εναντίον
της Ρωσσίας ενώ ο άλλος δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο πολιτικό χρωματισμό).
Μάλιστα, ένας εκδότης δέχθηκε στην αρχή να δημοσιεύσει το βιβλίο αλλά,
αφού έκανε τους προκαταρκτικούς διακανονισμούς, αποφάσισε να συμβουλευθεί
το Υπουργείο Πληροφοριών M.O.I. (Ministry of Information) από το οποίο φαίνεται να τον προειδοποίησαν –ή, τουλάχιστον, τον συμβούλευσαν σφόδρα– να μην το εκδώσει.
Ιδού ένα απόσπασμα από το γράμμα του:
«Ανέφερα την αντίδραση που συνάντησα εκ μέρους ενός σημαντικού αξιωματούχου
στο Υπουργείο Πληροφοριών όσον αφορά την ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ. Πρέπει να ομολογήσω στα σοβαρά
ότι αυτή η έκφραση γνώμης με έκανε να σκεφθώ… Μπορώ πλέον να αντιληφθώ ότι θα μπορούσε
η δημοσίευση στον παρόντα χρόνο να θεωρηθεί ως κάτι το οποίο ήταν εξόχως αστόχαστο και απερίσκεπτο. Αν η παραβολή
καταπιανόταν γενικώς με δικτάτορες και δικτατορίες ως σύνολο, τότε η δημοσίευση θα ήταν μια χαρά
αλλά η ιστορία παρακολουθεί, πράγματι –όπως βλέπω τώρα–
τόσο ολοκληρωτικά την πρόοδο των Ρωσσικών Σοβιέτ και των δύο δικτατόρων τους
που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην Ρωσσία, αποκλειομένων των άλλων δικτατοριών.
Κάτι άλλο: θα ήταν λιγότερο προσβλητικό εάν η κυρίαρχη κάστα
στην αλληγορία
δεν ήταν γουρούνια.
(σημείωση του Όργουελ: δεν είναι επαρκώς διευκρινισμένο εάν αυτή η προταθείσα
τροποποίηση επί του βιβλίου μου ήταν προσωπική ιδέα του κυρίου ...
ή προήλθε από το Υπουργείο Πληροφοριών∙ ακούγεται, όμως, σαν να έχει
επίσημη χροιά)
.
Νομίζω ότι η επιλογή των χοίρων ως της εξουσιαστικής τάξεως θα προσβάλλει, δίχως αμφιβολία,
πολλούς ανθρώπους και ιδίως κάθε έναν που είναι λίγο εύθικτος, όπως αναμφίβολα είναι οι Ρώσσοι.
Αυτού του είδους τα πράγματα δεν αποτελούν καλό σύμπτωμα. Προφανώς, δεν είναι ευκταίο πως
μια κυβερνητική υπηρεσία θα έπρεπε να διαθέτει οποιαδήποτε εξουσία λογοκρισίας
(εκτός από την λογοκρισία για θέματα ασφαλείας για τα οποία κανείς δεν έχει αντίρρηση εν καιρώ πολέμου)
για βιβλία που δεν βρίσκονται υπό κρατική κηδεμονία.
Ο πρωταρχικός κίνδυνος, όμως, για την ελευθερία σκέψεως και λόγου, αυτήν την στιγμή,
δεν είναι η ευθεία παρέμβαση του Υπουργείου Πληροφοριών οποιουδήποτε κρατικού οργάνου.
Αν οι εκδότες εξασκούνται ώστε να κρατούν ορισμένα ζητήματα εκτός δημοσιεύσεως, αυτό δεν συμβαίνει επειδή φοβούνται την δίωξη αλλά διότι φοβούνται την κοινή γνώμη.
Σε αυτήν την χώρα, η διανοητική δειλία των διανοουμένων είναι ο χειρότερος εχθρός
που πρέπει να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας –και το γεγονός αυτό
δεν μου φαίνεται πως έχει συζητηθεί όσο αξίζει.
Κάθε μυαλωμένο άτομο που διαθέτει δημοσιογραφική εμπειρία θα παραδεχθεί ότι στην διάρκεια αυτού του πολέμου η κρατική λογοκρισία δεν υπήρξε ιδιαιτέρως ενοχλητική.
Δεν υποκείμεθα στο είδος του ολοκληρωτικού «συντονισμού» που θα ήταν λογικό να αναμένουμε.
Ο τύπος είχε κάποια δικαιολογημένα παράπονα αλλά συνολικά η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε καλά και υπήρξε –προς ασυνήθιστη έκπληξιν– ανεκτική στις μειοψηφικές απόψεις.
Στην Αγγλία,
το αισχρό γεγονός με την λογοκρισία της λογοτεχνίας είναι ότι είναι, κατά κύριο λόγο, ηθελημένη.
Δίχως να παραστεί ανάγκη για καμιά επίσημη απαγόρευση,
μπορούν να αποσιωπώνται αντιδημοφιλείς ιδέες και να συσκοτίζονται γεγονότα που δεν συμφέρουν.
Οποιοσδήποτε έχει ζήσει επί μακρόν
σε μια ξένη χώρα, θα γνωρίζει για περιπτώσεις συγκλονιστικών ειδησεογραφικών πληροφοριών
–γεγονότα που με την αξία τους θα γίνονταν πρωτοσέλιδα με μεγάλους τίτλους–
που κρατήθηκαν εντελώς έξω από τον Αγγλικό Τύπο, όχι επειδή παρενέβη η Κυβέρνηση
αλλά εξαιτίας μιας γενικότερης, υποδηλούμενης συμφωνίας πως «δεν θα έκανε»
να αναφερθεί αυτό το συγκεκριμένο γεγονός.
Όσον αφορά τις καθημερινές εφημερίδες, αυτό είναι εύκολο να κατανοηθεί.
Ο Αγγλικός Τύπος είναι ελεγχόμενος στο έπακρον και την πλειοψηφία του ελέγχουν πλούσιοι
που έχουν κάθε λόγο να είναι άτιμοι σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα.
Το ίδιο είδος, όμως, συγκεκαλυμμένης λογοκρισίας λειτουργεί επίσης σε βιβλία και περιοδικά
καθώς και σε θεατρικά έργα, κινηματογραφικά φιλμ και ραδιοφωνικές εκπομπές.
Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, υπάρχει μια ορθοδοξία,
ένα σώμα ιδεών
το οποίο υποτίθεται πως όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι θα αποδεχθούν αναντίρρητα.
Δεν είναι ακριβώς απαγορευμένο να πεις αυτό, εκείνο ή το άλλο αλλά «δεν κάνει»
να το πεις, ακριβώς όπως και στα μέσα
της Βικτωριανής εποχής «δεν ήταν πρέπον» να γίνονται παραπομπές
σε παντελόνια όταν ήταν παρούσα μια κυρία.
Οποιοσδήποτε προκαλεί την επικρατούσα ορθοδοξία
βρίσκεται φιμωμένος με εκπληκτική αποτελεσματικότητα.
Μια πραγματικά εκτός συρμού άποψη ποτέ δεν τυγχάνει ακροάσεως,
είτε στον λαϊκό τύπο είτε στα μπλαζέ περιοδικά.
Αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή, αυτό που απαιτείται από την επικρατούσα ορθοδοξία
είναι ένας άκριτος θαυμασμός
της Σοβιετικής Ρωσσίας.
Ο καθένας το ξέρει, σχεδόν όλοι πράττουν αναλόγως σύμφωνα με αυτό.
Κάθε σοβαρή κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος, κάθε αποκάλυψη
γεγονότων τα οποία η Σοβιετική κυβέρνηση θα προτιμούσε να κρατηθούν κρυφά,
ισοδυναμεί σχεδόν με το να απαγορευθεί κατόπιν η δημοσίευσή τους.
Και αυτή η πανεθνική συνωμοσία να εκθειάζουμε τον σύμμαχό μας,
κατά αρκετά περίεργο τρόπο λαμβάνει χώρα
ενάντια σε κάτι που περιβάλλεται από ένα φόντο πραγματικής διανοητικής ανοχής.
Διότι αν και σου επιτρέπεται να κριτικάρεις την Σοβιετική κυβέρνηση, τουλάχιστον είσαι ελεύθερος
να κριτικάρεις (σε λογικά πλαίσια) την δική μας κυβέρνηση.
Σχεδόν κανείς δεν θα τυπώσει μια επίθεση-λίβελλο κατά του Στάλιν
αλλά είναι αρκετά ασφαλές να επιτεθείς στον Τσώρτσιλ,
τουλάχιστον όταν αυτό γίνεται στα βιβλία και στα περιοδικά.
Και σε όλην την διάρκεια των 5 ετών του πολέμου
(εκ των οποίων τα 2-3 πολεμούσαμε για εθνική επιβίωση),
εκδόθηκαν δίχως καμιά παρέμβαση αμέτρητα βιβλία, φυλλάδια και άρθρα
που συνηγορούσαν υπέρ μιας συμβιβαστικής ειρήνης.
Επιπλέον, εκδόθηκαν χωρίς να εγείρουν αρκετές αποδοκιμασίες.
Στον βαθμό που δεν εμπλεκόταν το πρεστίζ της Ε.Σ.Σ.Δ.,
τηρήθηκε αρκετά η αρχή του ελευθέρου λόγου.
Υπάρχουν και άλλα απαγορευμένα θέματα
–και θα αναφέρω ορισμένα εξ αυτών σύντομα– αλλά η επικρατούσα στάση απέναντι στην Ε.Σ.Σ.Δ.
είναι κυρίως το πλέον σοβαρό σύμπτωμα. Είναι αυθόρμητη,
θα ‘λεγε κανείς, και δεν οφείλεται στην δράση οποιασδήποτε ομάδας πίεσης.
Η δουλοπρέπεια, με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα της Αγγλικής ιντελλιγκέντσια κατάπιαν
και επανέλαβαν την προπαγάνδα των Ρώσσων από το 1941 και μετά, θα ήταν αρκετά σοκαριστική
εάν δεν είχαν φερθεί παρόμοια σε αρκετές προηγούμενες περιπτώσεις.
Σε αλλεπάλληλα αμφιλεγόμενα ζητήματα, η Ρωσσική θεωρία έγινε αποδεκτή δίχως εξέταση
και κατόπιν δημοσιεύθηκε παραβλέποντας εντελώς την ιστορική αλήθεια ή την διανοητική εντιμότητα.
Για να κατονομάσω μια περίπτωση μόνο:
Το B.B.C. γιόρτασε την 25η επέτειο του
Κόκκινου Στρατού δίχως να κάνει αναφορά στον Τρότσκυ.
Αυτό ήταν περίπου τόσον ορθόδοξο όσο το να μνημονεύσει την μάχη του Τραφάλγκαρ χωρίς να αναφέρει τον Νέλσωνα –αλλά δεν προκάλεσε καμιά διαμαρτυρία από την Αγγλική ιντελλιγκέντσια.
Στις εσωτερικές διαμάχες των διαφόρων υπό κατοχή χωρών,
ο Αγγλικός Τύπος συνετάχθη σε όλες, σχεδόν,
τις περιπτώσεις με την παράταξη που υποστήριζαν οι Ρώσσοι και έγραψε λίβελλους για την αντίπαλο παράταξη, αποκρύπτοντας μερικές φορές αποδεικτικό υλικό για να το κάνει αυτό.
Μια ιδιαζόντως κατάφωρη περίπτωση ήταν η υπόθεση του συνταγματάρχη Μιχαΐλοβιτς,
του ηγέτη των Γιουγκοσλάβων Τσέτνικ.
Οι Ρώσσοι, που είχαν ως δικό τους προστατευόμενο τον Γιουγκοσλάβο στρατάρχη Τίτο,
κατηγορούσαν τον Μιχαΐλοβιτς για συνεργασία με τους Γερμανούς.
Αυτή η επίθεση έγινε ασμένως αποδεκτή από τον Αγγλικό Τύπο:
στους υποστηρικτές του Μιχαΐλοβιτς δεν δόθηκε καμία ευκαιρία να την αποκρούσουν
και τα γεγονότα που την διέψευδαν απλά κρατήθηκαν εκτός δημοσιεύσεως.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Γερμανοί προσέφεραν μιαν αμοιβή 100.000 χρυσών κορώνων
για την σύλληψη του Τίτο και μιαν ανάλογη αμοιβή για την σύλληψη του Μιχαΐλοβιτς.
Ο Αγγλικός Τύπος διέδωσε εκτεταμένα την αμοιβή για τον Τίτο
αλλά μόνο μια εφημερίδα ανέφερε (με μικρά γράμματα)
την αμοιβή για τον Μιχαΐλοβιτς: και η απόδοση ευθυνών
για την συνεργασία με τους Γερμανούς συνεχίστηκε.
Αρκετά παρόμοια πράγματα συνέβησαν κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Τότε, οι παρατάξεις της Δημοκρατικής πτέρυγας που οι Ρώσσοι ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν,
έγιναν επίσης αντικείμενο ανελέητων λίβελλων στον Αγγλικό Τύπο της Αριστεράς
και απαγορεύθηκε η δημοσίευση –ακόμη και υπό την μορφή επιστολών– σε κάθε ανακοίνωση προς υπεράσπισίν τους.
Σήμερα, δεν θεωρείται μόνον κάθε σοβαρή κριτική της Ε.Σ.Σ.Δ. ως μη ανεκτή αλλά,
σε ορισμένον αριθμό περιπτώσεων, ακόμα και το γεγονός της ύπαρξης τέτοιας κριτικής αποκρύπτεται.
Για παράδειγμα, λίγο πριν τον θάνατό του ο Τρότσκυ είχε γράψει μια βιογραφία του Στάλιν.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι δεν επρόκειτο για ένα βιβλίο δίχως προκαταλήψεις στο σύνολό του
αλλά, προφανώς, άξιζε τον κόπο να πωληθεί.
Ένας Αμερικανός εκδότης είχε κανονίσει να το θέσει σε κυκλοφορία
και το βιβλίο βρισκόταν στο τυπογραφείο –πιστεύω ότι είχαν παραχθεί τα διορθωμένα αντίγραφα–
όταν η Ε.Σ.Σ.Δ. εισήλθε στον πόλεμο. Το βιβλίο απεσύρθη αμέσως.
Ούτε μια λέξη γι’ αυτό δεν εμφανίσθηκε ποτέ στον Αγγλικό Τύπο,
αν και είναι σαφές πως η ύπαρξη ενός τέτοιου βιβλίου και η αποσιώπησή του
ήταν μια ειδησεογραφική πληροφορία που άξιζε λίγες παραγράφους.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στο είδος της λογοκρισίας
που ηθελημένα επιβάλλει στα μέλη της η αγγλική ιντελλιγκέντσια της πληροφόρησης
και στην λογοκρισία που μπορεί μερικές φορές να ενισχύεται από ομάδες πίεσης.
Ως γνωστόν, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν να συζητηθούν εξαιτίας «επενδεδυμένων συμφερόντων».
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι η μαφία στις πατέντες για τα φάρμακα.
Η Καθολική Εκκλησία, άλλωστε, διαθέτει υπολογίσιμη επιρροή στον Τύπο
και μπορεί να αποσιωπήσει έως κάποιο σημείο την κριτική για την ίδια.
Σε ένα σκάνδαλο όπου εμπλέκεται ένας Καθολικός ιερέας, σχεδόν ποτέ δεν δίδεται δημοσιότητα
ενώ, αντιθέτως, όταν μπλέξει ένας Αγγλικανός ιερέας (π.χ. ο ιερέας της ενορίας του Stiffkey)
γίνεται πρωτοσέλιδη είδηση.
Είναι πολύ σπάνιο για ό,τι περιέχει μιαν Αντι-Καθολική τάση να εμφανιστεί στην σκηνή ή σε ένα φιλμ.
Κάθε ηθοποιός μπορεί να σας πει ότι ένα θεατρικό έργο ή ένα κινηματογραφικό φιλμ
που επιτίθεται ή διακωμωδεί την Καθολική Εκκλησία υπόκειται σε μποϋκοτάζ από τον τύπο
και, πιθανότατα, θα είναι μια αποτυχία.
Όμως, τέτοιου είδους πράγματα δεν είναι επιζήμια ή, τουλάχιστον, είναι κατανοητά.
Κάθε μεγάλος οργανισμός θα έχει την ευθύνη να προσέχει όσο το δυνατόν καλύτερα τα προσωπικά του συμφέροντα –και η ανοιχτή, απροκάλυπτη προπαγάνδα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αντιδρούμε.
Κανείς δεν θα περίμενε από την «Daily Worker» να δημοσιεύει δυσάρεστα γεγονότα κατά της Ρωσσίας περισσότερο απ’ ό,τι θα ανέμενε από την «Catholic Herald» να αποκηρύξει τον Πάπα.
Εξάλλου, κάθε σκεπτόμενο άτομο γνωρίζει τι είναι
και τι εκπροσωπούν η «Daily Worker» και η «Catholic Herald».
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι στα ζητήματα που έχουν σημασία για την Ε.Σ.Σ.Δ.
και την πολιτική της κανείς δεν μπορεί να περιμένει έξυπνη κριτική
ή ακόμα –σε αρκετές περιπτώσεις– και ευθεία εντιμότητα από φιλελεύθερους
συγγραφείς και δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν βρίσκονται κάτω από καμία άμεση πίεση
ώστε να χαλκεύσουν την άποψή τους.
Ο Στάλιν είναι Άγιος –και ορισμένες όψεις της πολιτικής του
δεν πρέπει να τίθενται σοβαρά υπό συζήτησιν.
Αυτός είναι ο κανόνας που τηρήθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο έως το 1941
αλλά εφαρμοζόταν ήδη 10 χρόνια νωρίτερα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι μερικές φορές πιστεύεται.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η κριτική του Σοβιετικού καθεστώτος από αριστερά
μπορούσε μόνο με δυσκολία να εισακουστεί.
Υπήρχε μια τεράστια παραγωγή αντι-Ρωσσικής φιλολογίας αλλά γινόταν σχεδόν όλη
από συντηρητική γωνιά και ήταν προδήλως ανέντιμη, ανεπίκαιρη και υποκινείτο από ευτελή κίνητρα.
Από την άλλη πλευρά, υπήρχε μια τεράστια και σχεδόν εξίσου ανέντιμη ροή
φιλο-Ρωσσικής προπαγάνδας, η οποία ισοδυναμούσε με μποϋκοτάζ σε οποιονδήποτε επιχειρούσε να συζητήσει με ώριμο τρόπο όλα τα σπουδαία ζητήματα.
Μπορούσες, πράγματι, να δημοσιεύσεις αντι-Ρωσσικά βιβλία αλλά το να πράξεις
σήμαινε ότι εξασφάλιζες πως θα σε αγνοούσε ή θα σε παρερμήνευε σχεδόν όλος ο μπλαζέ τύπος.
Τόσο δημοσίως όσο και ιδιωτικώς ήσουν προειδοποιημένος ότι «δεν είναι σωστό».
Αυτό που έλεγες θα μπορούσε πιθανόν να είναι αλήθεια αλλά ήταν «άκαιρο»
και έπαιζε το παιχνίδι της εξυπηρέτησης αυτού η εκείνου του αντιδραστικού συμφέροντος.
Αυτή η στάση συνήθως υποστηριζόταν με το επιχείρημα ότι το απαιτούσε η διεθνής κατάσταση
και η επείγουσα ανάγκη για μιαν Αγγλο-Ρωσσική συμμαχία•
ήταν, όμως, σαφές ότι αυτό ήταν μια εκλογίκευση.
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή ένα μεγάλο τμήμα της– είχε αναπτύξει
μιαν εθνικιστική αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. και στην καρδιά τους αισθάνονταν
πως ήταν ένα είδος βλασφημίας να ρίξουν οποιαδήποτε σκια αμφιβολίας για την σοφία του Στάλιν.
Τα γεγονότα στην Ρωσσία και τα γεγονότα αλλού επρόκειτο να κριθούν με διαφορετικά κριτήρια.
Οι ατέλειωτες εκτελέσεις κατά την διάρκεια των διώξεων του 1936-38
επικροτήθηκαν από μακροχρόνιους αντιπάλους της θανατικής ποινής
ενώ θεωρήθηκε εξίσου σωστό
να διαφημίζονται οι επιδημίες όταν εκδηλώνονταν στην Ινδία
και να συγκαλύπτονται όταν διαδραματίζονταν στην Ουκρανία.
Κι αν αυτό ήταν αλήθεια πριν τον πόλεμο, η διανοητική ατμόσφαιρα
δεν είναι οπωσδήποτε καθόλου καλύτερη σήμερα.
Για να έρθουμε, όμως, πίσω σε αυτό το βιβλίο μου.
Εκ μέρους των περισσοτέρων Άγγλων διανοούμενων, η αντίδραση προς αυτό θα είναι αρκετά απλή: «Δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί».
Φυσικά, αυτοί οι κριτικοί που κατανοούν την τέχνη
της απαξίωσης δεν θα του ασκήσουν επίθεση με πολιτικά επιχειρήματα αλλά με φιλολογικά.
Θα πουν πως είναι ένα αδιάφορο, ανόητο βιβλίο και μια άχαρη σπατάλη χάρτου.
Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αλήθεια –αλλά, προφανώς, δεν είναι αυτή ολόκληρη η ιστορία.
Δεν λέει κανείς ότι ένα βιβλίο «δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί» απλά επειδή ένα βιβλίο είναι κακό.
Στο κάτω-κάτω, τόνοι σκουπιδιών τυπώνονται καθημερινά και κανείς δεν ενοχλείται!
Η Αγγλική ιντελλιγκέντσια –ή το μεγαλύτερο τμήμα της– θα αντιταχθούν σε αυτό το βιβλίο
επειδή διαβάλλει τον Ηγέτη τους
και πλήττει τον σκοπό της προόδου (όπως αυτοί τον βλέπουν).
Εάν έκανε το αντίθετο, δεν θα είχαν τίποτε να πουν εναντίον του,
ακόμα και αν τα φιλολογικά και γραμματικά του λάθη ήταν δέκα φορές πιο χτυπητά απ’ ό,τι είναι.
Η επιτυχία, για παράδειγμα, της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου για μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε ετών
δείχνει πόσο πρόθυμοι είναι να ανεχθούν τόσο την σπουδή όσο και το απρόσεκτο γράψιμο
υπό την προϋπόθεση ότι τους λέει ό,τι αυτοί θέλουν να ακούσουν.
Εμπλέκεται εδώ ένα αρκετά απλό θέμα:
«Δικαιούται ακροάσεως κάθε άποψη,
οσοδήποτε αντιδημοφιλής –οσοδήποτε ηλίθια, ακόμα– κι αν είναι;»
Βάλτε το σε αυτήν την μορφή
και σχεδόν κάθε Άγγλος διανοούμενος θα νιώσει πως οφείλει να πει «Ναι».
Δώστε του, όμως, ένα σταθερό σχήμα και ρωτήστε
«Τί λέτε για μιαν επίθεση κατά του Στάλιν; Επιτρέπεται να το ακούσουμε αυτό;»
και η απόκριση δεν θα είναι τις περισσότερες φορές άλλη από «Όχι».
Στην δεδομένη περίπτωση, τυχαίνει να προκαλείται αμφισβήτηση στην τρέχουσα ορθοδοξία
κι έτσι, η αρχή του ελευθέρου λόγου καταρρέει.
Τώρα, όταν κανείς απαιτεί ελευθερία λόγου και τύπου, δεν απαιτεί απόλυτη ελευθερία.
Πάντα πρέπει να υπάρχει –ή, σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον, θα πρέπει να υπάρχει–
κάποιος βαθμός λογοκρισίας όσο διαρκούν οι οργανωμένες κοινωνίες.
Όμως, η ελευθερία (όπως είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ) είναι «η ελευθερία για το άλλο άτομο».
Η ίδια αρχή εμπεριέχεται στα φημισμένα λόγια του Βολταίρου:
«Απεχθάνομαι ό,τι λες• θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».
Εάν η έννοια της διανοητικής ελευθερίας –η οποία δίχως αμφιβολία υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Δυτικού πολιτισμού– έχει τελικά κάποια σημασία, σημαίνει
ότι ο καθένας θα έχει το δικαίωμα να πει και να εκδώσει ό,τι πιστεύει
πως είναι η αλήθεια,
υπό την προϋπόθεση μόνον ότι δεν πλήττει την υπόλοιπη κοινότητα με κάποιον τρόπο ανεπανόρθωτο.
Τόσο η καπιταλιστική δημοκρατία όσο και οι δυτικές εκδοχές του Σοσιαλισμού
ελάμβαναν μέχρι πρόσφατα αυτήν την αρχή ως δεδομένη.
Η κυβέρνησή μας, όπως έχω ήδη αναφέρει, εξακολουθεί κατ’ επίφασιν
να δείχνει κάποιον σεβασμό προς αυτήν.
Ο απλός λαός του δρόμου –ίσως, εν μέρει, επειδή δεν ενδιαφέρεται για τις ιδέες
τόσο πολύ ώστε να είναι αδιάλλακτος ενώπιόν τους– εξακολουθεί ακόμα να υποστηρίζει ότι
«υποθέτω πως ο καθένας έχει δικαίωμα να ακούγεται η άποψή του».
Μόνο –ή, σε κάθε περίπτωση, πρωταρχικά– η ιντελλιγκέντσια της λογοτεχνίας και της επιστήμης,
οι άνθρωποι που κατ’ εξοχήν θα όφειλαν να περιφρουρούν την ελευθερία,
είναι αυτοί που έχουν ξεκινήσει τώρα να την παραβλέπουν, τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη.
Ένα από τα αλλόκοτα φαινόμενα της εποχής μας είναι ο αποστάτης φιλελεύθερος.
Πέραν και υπεράνω του οικείου μαρξιστικού ισχυρισμού
ότι η «ελευθερία της μπουρζουαζίας» είναι μια πλάνη,
υπάρχει σήμερα μια ευρέως διαδεδομένη τάση να εκφέρεται η άποψη
ότι μπορεί κανείς να προασπίσει την δημοκρατία μονάχα με ολοκληρωτικές μεθόδους.
Αν κανείς αγαπά την δημοκρατία, το επιχείρημα ισχύει:
πρέπει κανείς να συντρίψει τους εχθρούς της με οποιαδήποτε μέσα χωρίς να τρέχει τίποτα.
Και ποιοί είναι οι εχθροί της;
Όπως φαίνεται πάντα, δεν είναι μόνον εκείνοι που της επιτίθενται ευθέως και συνειδητά
αλλά και εκείνοι που «αντικειμενικά» την θέτουν σε κίνδυνο διαδίδοντας επικίνδυνες θεωρίες.
Με άλλα λόγια, η υπεράσπιση της δημοκρατίας εμπεριέχει την καταστροφή κάθε ανεξαρτησίας σκέψεως.
Αυτό το επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν, για παράδειγμα,
ώστε να δικαιολογήσουν τις ρωσσικές εκκαθαρίσεις.
Ο πιο ένθερμος Ρωσσόφιλος δύσκολα πίστευε πως όλα τα θύματα ήταν ένοχα
για όλες τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν: υποστηρίζοντας, όμως, αιρετικές απόψεις
έβλαψαν «αντικειμενικά» το καθεστώς και, επομένως, ήταν λίαν ορθό
όχι μόνο να δολοφονηθούν αλλά και να απαξιωθούν μέσω ψεύτικων κατηγοριών.
Το ίδιο επιχείρημα εκμεταλλεύθηκαν για να δικαιολογήσουν το τελείως συνειδητό ψέμα
που διαπερνούσε τον αριστερό τύπο σχετικά με τους τροτσκιστές και άλλες Δημοκρατικές Δυνάμεις
στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Και το εκμεταλλεύθηκαν ξανά ως μια αιτία για να κραυγάσουν
κατά του «habeas corpus» όταν απελευθερώθηκε το 1943 ο Μόσλευ.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι, εάν ενθαρρύνεις ολοκληρωτικές μεθόδους,
μπορεί να έρθει η ώρα που αυτές θα χρησιμοποιηθούν όχι υπέρ σου αλλά εναντίον σου.
Ας σου γίνει συνήθεια να φυλακίζεις τους ηγέτες των φασιστών δίχως δίκη –και ίσως η διαδικασία να μην σταματήσει στους φασίστες.
Λίγο μετά την επανέκδοση της υπό απαγόρευσιν «Daily Worker», έδινα μια διάλεξη
προς ένα κολλέγιο εργαζομένων στο Νότιο Λονδίνο.
Οι ακροατές ήταν διανοούμενοι της εργατικής τάξης και της χαμηλομεσαίας τάξης –το ίδιο είδος κοινού
που κάποτε έβλεπε συνήθως κανείς σε παρακλάδια της Λέσχης Αριστερού Βιβλίου.
Η διάλεξη έθιγε το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου
και στο τέλος, προς έκπληξίν μου, αρκετοί αμφισβητίες σηκώθηκαν και με ρώτησαν: δεν νομίζω πως
η άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας για την «Daily Worker» ήταν μεγάλο λάθος;
Όταν αναρωτήθηκα γιατί, είπαν ότι αυτή αποτελούσε μια εφημερίδα αμφισβητούμενης αφοσιώσεως
και δεν θα έπρεπε να την ανέχονται εν καιρώ πολέμου.
Βρήκα τον εαυτό μου να υπερασπίζεται την «Daily Worker»,
η οποία είχε παρεκτραπεί να με λοιδορεί περισσότερες από μία φορές.
Μα πού έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι αυτήν την ουσιαστικά ολοκληρωτική άποψη;
Σχεδόν με βεβαιότητα, την έμαθαν από τους ίδιους τους Κομμουνιστές!
Η ανοχή και η αξιοπρέπεια έχουν βαθειές ρίζες στην Αγγλία αλλά δεν είναι ακλόνητες
και θα πρέπει να διατηρηθούν ζωντανές, εν μέρει, με συνειδητή προσπάθεια.
Το αποτέλεσμα της διακήρυξης ολοκληρωτικών δογμάτων
είναι η εξασθένηση του ενστίκτου μέσω του οποίου οι ελεύθεροι άνθρωποι γνωρίζουν
τι είναι ή τι δεν είναι επικίνδυνο.
Η υπόθεση Μόσλεϋ το απεικονίζει αυτό παραδειγματικά. Το 1940 ήταν στην εντέλεια σωστό
να φυλακιστεί είτε είχε είτε δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε συγκεκριμένο έγκλημα.
Πολεμούσαμε για την ζωή μας και δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε
σε έναν πιθανό κουῒσλιγκ να κυκλοφορεί ελεύθερος.
Να τον κρατάμε κλειστό και φιμωμένο, άνευ δίκης, το 1943 ήταν ένα όργιο.
Η γενικότερη αποτυχία να γίνει αυτό αντιληπτό ήταν ένα αρνητικό σύμπτωμα,
αν και είναι αλήθεια ότι η αγκιτάτσια κατά της απελευθέρωσης του Μόσλεϋ
εδραζόταν εν μέρει σε γεγονότα και ήταν εν μέρει μια προσπάθεια
να δοθεί λογική εξήγηση σε άλλες δυσάρεστες καταστάσεις.
Σε ποιά έκταση, όμως, μπορεί η σημερινή διολίσθηση προς Φασιστικές μεθόδους σκέψεως
να ανιχνευθεί στον «Αντιφασισμό» των προηγούμενων 10 ετών
και στην ηθική αδιαφορία για την εντιμότητα
που αυτός επέφερε;
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιηθεί ότι η σημερινή Ρωσσομανία
αποτελεί μόνον ένα σύμπτωμα της γενικότερης αποδυνάμωσης της δυτικής φιλελεύθερης παράδοσης.
Εάν το Υπουργείο Πληροφοριών είχε αναστείλει
και είχε θέσει οριστικά βέτο στην έκδοση αυτού του βιβλίου,
η πλειοψηφία της αγγλικής ιντελλιγκέντσια δεν θα έβλεπε τίποτε το ανησυχητικό σε αυτό.
Η άκριτη αφοσίωση προς την Ε.Σ.Σ.Δ. τυχαίνει να είναι η ισχύουσα ορθοδοξία
–και όπου εμπλέκονται τα υποτιθέμενα συμφέροντα της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι πρόθυμοι να επιδείξουν ανοχή
όχι μόνο στην λογοκρισία αλλά και στην σκόπιμη χάλκευση της ιστορίας.
Για να αναφέρω ένα παράδειγμα:
Όταν πέθανε ο Τζων Ρηντ, ο συγγραφέας του βιβλίου «ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ
ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» –αφήγηση από πρώτο χέρι των πρώτων μερών
της Ρωσσικής Επανάστασης– τα δικαιώματα δημοσίευσης «copyright» του βιβλίου περιήλθαν στα χέρια του Αγγλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προς το οποίο πιστεύω ότι τα είχε κληροδοτήσει ο Reed.
Μερικά χρόνια αργότερα, αφού κατέστρεψαν όσο περισσότερο μπορούσαν
την αυθεντική έκδοση του βιβλίου,
οι Κομμουνιστές έθεσαν σε κυκλοφορία μιαν εκδοχή του βιβλίου με συγκεχυμένες περιγραφές,
από την οποία είχαν εξαλείψει τις αναφορές στον Τρότσκυ
και είχαν επίσης αφαιρέσει την εισαγωγή που είχε γράψει ο Λένιν.
Εάν υπήρχε ακόμα ριζοσπαστική διανόηση στην Αγγλία, αυτή η πράξη πλαστογραφίας
θα είχε αποκαλυφθεί και θα είχε καταγγελθεί από κάθε εφημερίδα της χώρας.
Θα ‘λεγε κανείς πως δεν υπήρξε καμία ή ελάχιστη διαμαρτυρία.
Σε πολλούς Άγγλους διανοούμενους αυτό που έγινε έμοιαζε ως κάτι το σχεδόν φυσικό.
Και αυτή η ανοχή προς την απροκάλυπτη ατιμία
σημαίνει πολλά περισσότερα από το ότι αυτήν την στιγμή τυχαίνει να είναι του συρμού ο θαυμασμός
προς την Ρωσσία.
Πιθανότατα, αυτή η συγκεκριμένη μόδα δεν θα διαρκέσει.
Διότι –εξ όσων γνωρίζω, έως την στιγμή που εκδίδεται το βιβλίο αυτό–
η δική μου άποψη για το Ρωσσικό καθεστώς μπορεί να είναι η γενικότερα αποδεκτή.
Ποιό όφελος, όμως, θα έχει αυτό αφ’ εαυτού;
Δεν είναι απαραιτήτως πλεονέκτημα η εναλλαγή μιας ορθοδοξίας με μιαν άλλη.
Ο εχθρός είναι η σκέψη-γραμμόφωνο,
είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τον δίσκο που προς στιγμήν παίζεται.
Είμαι καλά ενημερωμένος για όλα τα επιχειρήματα κατά της ελευθερίας σκέψεως και λόγου
–τα επιχειρήματα που διατείνονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει
και τα επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει.
Απαντώ απλά ότι δεν με πείθουν
και ότι ο πολιτισμός μας για μια περίοδο 400 ετών εδραζόταν στην αντίθετη γνώμη.
Εδώ και 10 χρόνια, πίστευα ότι το υπάρχον Ρωσσικό καθεστώς ήταν κάτι το φαύλο
και διεκδικώ το δικαίωμα να το λέω ότι και τώρα είναι,
παρά το ότι είμαστε σύμμαχοι με την Ε.Σ.Σ.Δ. σε έναν πόλεμο που θέλω να τον δω να τον κερδίζουμε.
Εάν θα έπρεπε να επιλέξω ένα κείμενο για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου,
θα διάλεγα τον στίχο του Μίλτωνα:
«Εν ονόματι των αναγνωρισμένων κανόνων της αρχέγονης ελευθερίας»
«By the known rules of ancient liberty».
Η λέξη «αρχέγονη» δίδει έμφαση στο γεγονός ότι η ελευθερία της διανόησης
είναι μια βαθειά ριζωμένη παράδοση,
δίχως την οποία η χαρακτηριστική δυτική κουλτούρα μας
μόνον αμφιβόλως θα μπορούσε να εξακολουθεί να υπάρχει.
Από την παράδοση αυτή, πολλοί από τους διανοουμένους μας απομακρύνονται οφθαλμοφανώς.
Έχουν αποδεχθεί το αξίωμα
ότι ένα βιβλίο θα έπρεπε να δημοσιεύεται ή να απαγορεύεται,
να εξυμνείται ή να αναθεματίζεται,
όχι βάσει της αξίας του αλλά σύμφωνα με το πολιτικό συμφέρον.
Και άλλοι (που δεν έχουν πραγματικά αυτήν την άποψη) συγκατατίθενται σε αυτό,
εξαιτίας καθαρής δειλίας.
Ως παράδειγμα αυτού, υπάρχει η αποτυχία πολυάριθμων και προβεβλημένων Άγγλων πασιφιστών
να υψώσουν την φωνή τους ενάντια στην επικρατούσα λατρεία του Ρωσσικού μιλιταρισμού.
Σύμφωνα με αυτούς τους πασιφιστές, κάθε βία είναι κακή
ενώ μας πίεζαν σε κάθε φάση του πολέμου να ενδώσουμε ή, τουλάχιστον, να συνάψουμε
μιαν ειρήνη συμβιβαστική.
Πόσοι από αυτούς, όμως, έκαναν ποτέ νύξη ότι ο πόλεμος είναι επίσης κακός
όταν διεξάγεται από τον Κόκκινο Στρατό;
Οι Ρώσσοι έχουν, φαίνεται, το δικαίωμα να αμυνθούν
ενώ –αν το κάνουμε εμείς– αυτό πρόκειται για αμαρτία θανάσιμη.
Αυτήν την αντίφαση μόνο με έναν τρόπο μπορεί κανείς να την εξηγήσει:
δηλαδή, με μιαν επιδίωξη δειλή να διατηρήσουν τις φιλικές τους σχέσεις
με την πλειοψηφία της ιντελλιγκέντσια, της οποίας ο πατριωτισμός
κατευθύνεται μάλλον προς την Ε.Σ.Σ.Δ. παρά προς την Αγγλία.
Ξέρω ότι η αγγλική ιντελλιγκέντσια έχει πολλές δικαιολογίες για την λιγοψυχία και την ατιμία της, γνωρίζω μάλιστα απ’ έξω τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογούνται.
Αφήστε μας, όμως, τουλάχιστον, να μην ακούμε άλλες ανοησίες
περί υπεράσπισης της ελευθερίας έναντι του Φασισμού.
Αν η ελευθερία σημαίνει κάτι, τέλος πάντων, σημαίνει το δικαίωμα
να λες στον κόσμο αυτό που δεν θέλει να ακούσει.
ΟΙ απλοί άνθρωποι και ο λαός εξακολουθούν ακόμα να συναινούν αμυδρά σε αυτήν την πεποίθηση
και να δρουν σύμφωνα με αυτήν.
Στην χώρα μας –δεν είναι το ίδιο σε όλες τις χώρες:
δεν συνέβαινε το ίδιο στην δημοκρατική Γαλλία και δεν γίνεται το ίδιο σήμερα στις Η.Π.Α.– είναι οι φιλελεύθεροι που φοβούνται την ελευθερία και είναι οι διανοούμενοι αυτοί που θέλουν να σπιλώσουν την διανόηση: είναι για να προσελκύσω την προσοχή στο γεγονός αυτό που έγραψα αυτό το δοκίμιο.


                                      «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ»

                                                  Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
                                                                    1947

Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό -που πρέπει να συνδυαστεί με τα άρθρα του «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» και «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ»- γράφτηκε από τον Τζωρτζ Όργουελ με τον τίτλο KOLGHOSP TVARYN
ειδικά για τον Ihor Szewczenko ο οποίος είχε ζητήσει να μεταφράσει το βιβλίο
«Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» στην Ουκρανική γλώσσα. Το κείμενο στα αγγλικά έχει χαθεί.
Ο Όργουελ πλήρωσε ο ίδιος το κόστος παραγωγής της έκδοσης στην Ρωσσική
ενώ επέμενε να μην λαμβάνει έσοδα από τις εκδόσεις στην Ρωσσική.
Το δοκίμιο απευθύνεται προς Ουκρανούς που ζούσαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
στα στρατόπεδα εκτοπισμένων της Γερμανίας υπό Αγγλική και Αμερικανική διοίκηση.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν υπέρ της Ρωσσικής Επανάστασης αλλά είχαν μεταστραφεί και ήταν εναντίον «του αντεπαναστατικού Βοναπαρτισμού του Στάλιν» και κατά της «εθνικιστικής εκμετάλλευσης του Ουκρανικού λαού από την Ρωσσία». Ήταν απλοί άνθρωποι, ημιμαθείς που όμως διάβαζαν πολύ, χωρικοί και εργάτες.


                                      Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
                                          Copyright © Christos p. Papachristopoulos

Μου ζήτησαν να γράψω έναν πρόλογο για την μετάφραση της «Φάρμας των Ζώων» στην Ουκρανική γλώσσα.
Είμαι ενήμερος πως γράφω για αναγνώστες για τους οποίους δεν γνωρίζω τίποτε αλλά, επίσης, πως και αυτοί μάλλον δεν είχαν ποτέ την παραμικρότερη ευκαιρία να μάθουν ο,τιδήποτε για εμέναν.
Στην εισαγωγή αυτή το πιθανότερο είναι πως αυτοί θα περιμένουν από εμέναν να πω κάτι για τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε η «Φάρμα των Ζώων», όμως θα ήθελα πρώτα να πω κάτι για εμένα και για τις εμπειρίες κάτω από τις οποίες κατέληξα στην πολιτική μου θέση.
Γεννήθηκα στην Ινδία το 1903.
Ο πατέρας μου ήταν αξιωματούχος της αγγλικής διοίκησης εκεί ενώ η οικογένειά μου ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες οικογένειες στρατιωτών, ιερέων, κυβερνητικών επισήμων, δασκάλων, δικηγόρων, γιατρών κ.τ.λ. της μεσαίας τάξεως.
Σπούδασα στο Ήτον, το πιο ακριβό και σνομπ Δημόσιο Σχολείο (αυτά δεν είναι δημόσια «εθνικά σχολεία» της Αγγλίας αλλά κάτι το εντελώς αντίθετο: ακανόνιστα εξαπλωμένες, αποκλειστικές
και πανάκριβες σχολές όπου κατοικούν ενήλικοι. Έως πρόσφατα δεν δέχονταν σχεδόν κανέναν
εκτός από τους γιους πλούσιων αριστοκρατικών οικογενειών. Ήταν το όνειρο των «νεόπλουτων-nouveau riche» τραπεζιτών του 19ου αιώνα να προωθήσουν τους γιους τους σε ένα Δημόσιο Σχολείο.
Σε τέτοιες σχολές, η μεγαλύτερη έμφαση δίδεται στα σπορ, τα οποία διαμορφώνουν –θα ‘λεγε κανείς– μια άτεγκτη εμφάνιση λόρδου τζέντλμαν. Μεταξύ των σχολών αυτών, το Ήτον είναι ιδιαιτέρως φημισμένο. Αναφέρεται να έχει πει ο Ουέλλιγκτων ότι η νίκη στο Βατερλώ καταστρώθηκε
στον στίβο αθλοπαιδιών του Ήτον. Δεν πάει και πολύ καιρός από τότε που μια συντριπτική
πλειοψηφία των ανθρώπων που κυβέρνησαν, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, την Αγγλία
προέρχονταν από τα Δημόσια Σχολεία).
Είχα φτάσει, όμως, εκεί αποκλειστικά μέσω μιας υποτροφίας∙ ειδάλλως, ο πατέρας μου δεν θα μπορούσε να διαθέσει τα μέσα ώστε να με στείλει σε ένα σχολείο αυτού του τύπου.
Αφού άφησα το σχολείο (δεν είχα κλείσει ούτε τα 20 τότε) πήγα σύντομα στην Βιρμανία
και κατετάγην στην Αυτοκρατορική Ινδική Αστυνομία. Ήταν ένοπλη Αστυνομία, ένα είδος χωροφυλακής-gendarmerie πολύ παρόμοιας με την Ισπανική Πολιτική Φρουρά-Guardia Civil
ή την Γαλλική Επιστρατευμένη Φρουρά-Garde Mobile.
Έμεινα εν υπηρεσία 5 χρόνια. Δεν μου ταίριαζε –και με έκανε να σιχαθώ τον ιμπεριαλισμό,
αν και την εποχή εκείνη τα εθνικιστικά αισθήματα στην Βιρμανία δεν είχαν βγει στην επιφάνεια
και οι σχέσεις μεταξύ των Άγγλων και των Βιρμανών δεν ήταν ιδιαιτέρως εχθρικές.
Όταν έφυγα για την Αγγλία το 1927, παραιτήθηκα από την υπηρεσία και αποφάσισα
να γίνω συγγραφέας: στην αρχή δίχως οποιαδήποτε ιδιαίτερη επιτυχία.
Το 1928-29 έζησα στο Παρίσι και έγραψα μικρές ιστορίες και νουβέλες
που κανείς δεν θα τύπωνε (τις έχω, έκτοτε, καταστρέψει όλες).
Τα επόμενα χρόνια έζησα κυρίως μεροδούλι-μεροφάϊ και, σε αρκετές περιστάσεις, ένιωσα τι θα πει πείνα. Μόνο από το 1934 και μετά κατέστην ικανός να ζω από τα οικονομικά έσοδα της συγγραφής.
Στο ενδιάμεσο, είχα ζήσει –για συνεχόμενους μήνες, μερικές φορές– μεταξύ των εξαθλιωμένων
και ημιεγκληματικών στοιχείων που κατοικούν στα χειρότερα τμήματα των πιο φτωχικών τετραγώνων
ή καταφεύγουν στους δρόμους ζητιανεύοντας και κλέβοντας. Εκείνη την εποχή συνδέθηκα μαζί τους μέσω της έλλειψης χρημάτων αλλά, αργότερα, ο τρόπος ζωής τους προσήλκυσε αφ’ εαυτού το ενδιαφέρον μου. Ξόδεψα πολλούς μήνες (πιο συστηματικά, την φορά αυτή) για να μελετήσω τις συνθήκες ζωής των ανθρακορύχων της Βορείου Αγγλίας.
Έως το 1930 ολωσδιόλου δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως Σοσιαλιστή. Στην πραγματικότητα,
δεν είχα ακόμα καθόλου κατασταλαγμένες και ξεκάθαρα καθορισμένες πολιτικές αντιλήψεις.
Έγινα υποστηρικτής του Σοσιαλισμού περισσότερο εξαιτίας της αηδίας που ένιωθα για τον τρόπο
με τον οποίο το πιο φτωχό κομμάτι των βιομηχανικών εργατών καταδυναστευόταν και αγνοούνταν
παρά χάρη σε οποιονδήποτε θεωρητικό θαυμασμό
για μια σχεδιασμένη και ελεγχόμενη οικονομία.
Το 1936 παντρεύτηκα, Την ίδια εβδομάδα, σχεδόν, ξέσπασε στην Ισπανία ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η γυναίκα μου κι εγώ θέλαμε αμφότεροι να πάμε στην Ισπανία και να πολεμήσουμε
υπέρ της Ισπανικής κυβέρνησης.
Σε 6 μήνες, αμέσως μόλις τελείωσα το βιβλίο που έγραφα, ήμασταν έτοιμοι.
Στην Ισπανία έμεινα σχεδόν 6 μήνες στο μέτωπο της Αραγωνίας έως ότου στην Χουέσκα
ένας φασίστας ελεύθερος σκοπευτής με πυροβόλησε και η σφαίρα διαπέρασε τον λαιμό μου.
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι ξένοι ήταν παντελώς ανενημέρωτοι για τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κομμάτων που υποστήριζαν την Κυβέρνηση.
Μέσα από μια σειρά ατυχών γεγονότων, δεν κατετάγην στην Διεθνή Ταξιαρχία όπως η πλειοψηφία
των αλλοδαπών αλλά στην πολιτοφυλακή του ΕΜΕΚ (POUM) –δηλαδή, των Ισπανών Τροτσκιστών.
Έτσι, στα μέσα του 1937, όταν οι Κομμουνιστές κέρδισαν τον έλεγχο (ή τον μερικό έλεγχο)
της Ισπανικής Κυβέρνησης και ξεκίνησαν να καταδιώκουν τους Τροτσκιστές,
βρεθήκαμε ανάμεσα στα θύματα.
Σταθήκαμε πολύ τυχεροί που βγήκαμε ζωντανοί από την Ισπανία, δίχως ούτε
μια φορά καν να έχουμε συλληφθεί.
Πολλοί από τους φίλους μας είχαν πυροβοληθεί ενώ άλλοι πέρασαν πολύ καιρό στην φυλακή
ή απλά εξαφανίστηκαν.
Αυτά τα ανθρωποκυνηγητά στην Ισπανία συνεχίζονταν την ίδια στιγμή που εξελίσσονταν και οι μεγάλες εκκαθαριστικές διώξεις στην Ρωσσία –και αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, το συμπλήρωμά τους.
Στην Ισπανία, όπως εξάλλου και στην Ρωσσία, η φύση των κατηγοριών
(και, ειδικότερα, η συνωμοσία με τους Φασίστες) ήταν η ίδια ενώ, όσον αφορά την Ισπανία,
είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς.
Η εμπειρία όλων αυτών αποτέλεσε ένα πολύτιμο αντικειμενικό μάθημα: με δίδαξε πόσο εύκολα
η ολοκληρωτική προπαγάνδα μπορεί να ελέγχει τις απόψεις
των πεφωτισμένων ανθρώπων σε δημοκρατικές χώρες.
Η σύζυγός μου κι εγώ είδαμε και οι δυο αθώους ανθρώπους να πετιούνται στην φυλακή
απλά επειδή ήταν ύποπτοι ανορθοδοξίας.
Και όμως, όταν επιστρέψαμε στην Αγγλία, βρήκαμε πολυάριθμους ευαισθητοποιημένους
και ενημερωμένους παρατηρητές να πιστεύουν τις πλέον φανταστικές διαδόσεις
(περί συνωμοσιών, προδοσίας και σαμποτάζ) που ανέφερε ο Τύπος για τις Δίκες της Μόσχας.
Και έτσι κατάλαβα, πιο καθαρά από ποτέ, την αρνητική επιρροή του Σοβιετικού Μύθου
στο Δυτικό Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Εδώ, όμως, πρέπει να κάνω μια παύση για να περιγράψω την στάση μου
απέναντι στο Σοβιετικό Καθεστώς.
Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Ρωσσία και οι γνώσεις μου αποτελούνται μόνον εξ όσων
μπορούν να μαθευτούν από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων.
Ακόμα και αν είχα την εξουσία, δεν θα ευχόμουν να παρέμβω στις εσωτερικές υποθέσεις των Σοβιέτ: δεν θα καταδίκαζα τον Στάλιν και τους συνεργάτες τους απλά για τις βάρβαρες και αντιδημοκρατικές μεθόδους τους. Μπορεί, κάλλιστα –ακόμα και αν είχαν τις καλύτερες προθέσεις– να μην μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ήταν υψίστης σημασίας για εμένα να μπορέσουν οι άνθρωποι
στην Δυτική Ευρώπη να δουν το Σοβιετικό Καθεστώς ως αυτό που πραγματικά ήταν.
Από το 1930 είχα δει ελάχιστες αποδείξεις ως προς το ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. προχωρούσε προοδευτικά
προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ειλικρινά ως Σοσιαλισμό.
Αντιθέτως, έγινα αποδέκτης ξεκάθαρων σημείων που προοιωνίζονταν ότι η Ρωσσία μεταμορφώνεται
σε μιαν ιεραρχική κοινωνία, στην οποία οι κυβερνώντες ηγέτες δεν έχουν κανέναν παραπάνω λόγο
για να παραδώσουν την εξουσία τους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τάξη που ασκεί την εξουσία.
Εξάλλου, οι εργάτες και η ιντελλιγκέντσια, σε μια χώρα όπως η Αγγλία, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. του σήμερα είναι ολωσδιόλου διαφορετική απ’ ό,τι ήταν το 1917.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι δεν θέλουν να το καταλάβουν (δηλαδή, επιθυμούν να πιστεύουν
πως κάπου υπάρχει πράγματι μια αληθινά Σοσιαλιστική χώρα) και εν μέρει διότι, όντας συνηθισμένοι
στην σχετική ελευθερία
και μετριοπάθεια της δημόσιας ζωής, ο ολοκληρωτισμός τους είναι εντελώς ακατανόητος.
Ωστόσο, πρέπει κανείς να κρατά στην μνήμη του ότι και η Αγγλία δεν είναι εντελώς δημοκρατική.
Είναι, επίσης, μια χώρα καπιταλιστική με μεγάλα ταξικά προνόμια και με μεγάλες διαφορές στον πλούτο (ακόμα και τώρα, ύστερα από έναν πόλεμο που έτεινε να εξισώσει τους πάντες).
Εν τούτοις, όμως, πρόκειται για μια χώρα
στην οποία οι άνθρωποι έχουν ζήσει μαζί για αρκετές εκατοντάδες χρόνια δίχως σημαντικές διενέξεις,
στην οποία οι νόμοι είναι σχετικά δίκαιοι
και όπου τα στατιστικά στοιχεία μπορούν σχεδόν διαρκώς
να γίνονται πιστευτά καθώς και –τελευταίο αλλά όχι έσχατο–
για μια χώρα στην οποία το να έχεις και να εκφράζεις μειοψηφικές απόψεις
δεν εμπεριέχει κανέναν κίνδυνο να χάσεις την ζωή σου.
Ζώντας σε μια τέτοιαν ατμόσφαιρα, ο άνθρωπος στον δρόμο
δεν έχει καμιά πραγματική κατανόηση
για πράγματα όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές εκτοπίσεις, οι συλλήψεις άνευ δίκης,
η λογοκρισία του Τύπου κ.τ.λ.
Ό,τι διαβάζει για μια χώρα όπως η Ε.Σ.Σ.Δ. μεταφράζεται αυτομάτως
σε αγγλικούς όρους
ενώ αποδέχεται εντελώς αθώα τα ψέματα της ολοκληρωτικής προπαγάνδας.
Έως το 1939 και ακόμη πιο πριν, η πλειοψηφία του αγγλικού λαού ήταν αδύνατο να εκτιμήσουν
την πραγματική φύση
του καθεστώτος των Ναζί στην Γερμανία ενώ, τώρα, με το Σοβιετικό καθεστώς
εξακολουθούν να βρίσκονται κατά μεγάλο ποσοστό
κάτω από το ίδιο είδος πλάνης.
Αυτό έχει προκαλέσει μεγάλη ζημία στο σοσιαλιστικό κίνημα της Αγγλίας
και είχε σοβαρές επιπτώσεις στην αγγλική εξωτερική πολιτική.
Πράγματι, κατά την γνώμη μου, τίποτε δεν έχει συντελέσει τόσο πολύ
στην διαστρέβλωση της πρωτογενούς και αυθεντικής ιδέας του Σοσιαλισμού
όσο η πεποίθηση πως η Ρωσσία είναι μια σοσιαλιστική χώρα
και πως κάθε πράξη των ηγετών της πρέπει να συγχωρείται, αν όχι να βρίσκει μιμητές.
Έτσι, λοιπόν, στα 10 χρόνια που πέρασαν, πείστηκα ότι η αποδόμηση του Σοβιετικού μύθου
ήταν ουσιώδης εάν θέλαμε μιαν αναβίωση του Σοσιαλιστικού Κινήματος.
Επιστρέφοντας από την Ισπανία, σκέφθηκα να εκθέσω και να αποκαλύψω τον Σοβιετικό μύθο
σε μιαν ιστορία που θα μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητή σχεδόν από τον καθέναν
και που θα μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Ωστόσο, οι πραγματικές λεπτομέρειες της ιστορίας δεν μου έρχονταν στο μυαλό για αρκετό καιρό
ώσπου μια μέρα (έμενα τότε σε ένα μικρό χωριό) είδα ένα μικρό αγόρι, ίσως 10 ετών,
να οδηγεί ένα τεράστιο άλογο
μέσα από ένα στενό μονοπάτι και να το δέρνει με μαστίγιο όποτε αυτό επιχειρούσε να στρίψει.
Μου ήρθε η ιδέα ότι μακάρι να αποκτούσαν τέτοια ζώα
επίγνωση της δύναμής τους
ώστε να μην ασκούμε πάνω τους οποιαδήποτε εξουσία
καθώς και ότι οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα ζώα με τον ίδιο, εν πολλοίς, τρόπο
όπως οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο.
Προχώρησα στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ
από την οπτική πλευρά των ζώων.
Για αυτά, ήταν ξεκάθαρο ότι η έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ των ανθρώπων ήταν σκέτη πλάνη εφόσον, όποτε ήταν γι’ αυτούς αναγκαίο να εκμεταλλευθούν τα ζώα,
όλοι οι άνθρωποι ενώνονταν κατά των ζώων: η αληθινή πάλη διεξάγεται μεταξύ ζώων και ανθρώπων.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, δεν ήταν δύσκολο να επεξεργαστώ λεπτομερώς την ιστορία.
Δεν την ολοκλήρωσα ως το 1943 διότι είχα πάντα δεσμευθεί
σε άλλες δουλειές που δεν μου άφηναν καθόλου χρόνο∙
και, στο τέλος, συμπεριέλαβα ορισμένα γεγονότα (για παράδειγμα, την Διάσκεψη της Τεχεράνης)
τα οποία ελάμβαναν χώρα ενώ εγώ έγραφα.
Άρα, το βασικό περίγραμμα της ιστορίας ήταν στον νου μου για μια περίοδο άνω των 6 ετών
πριν πραγματικά τελειώσει η συγγραφή της.
Δεν θα ήθελα να σχολιάσω το έργο∙ εάν δεν μιλά από μόνο του, είναι αποτυχία.
Θα ήταν καλό, όμως, να δώσω έμφαση σε δύο σημεία:
πρώτον, ότι –αν και τα διάφορα επεισόδια λαμβάνονται από την πραγματική ιστορία
της Ρωσσικής Επαναστάσεως– η περιγραφή τους γίνεται σχηματικά
ενώ η χρονολογική τους σειρά έχει μεταβληθεί∙
αυτό κατέστη απαραίτητο για την συμμετρία της ιστορίας.
Το δεύτερο σημείο διέφυγε από τους περισσότερους κριτικούς,
πιθανόν επειδή δεν του έδωσα αρκετή έμφαση: ένας αριθμός αναγνωστών μπορεί να τελειώσει το βιβλίο με την εντύπωση ότι αυτό ολοκληρώνεται με την ολοσχερή συμφιλίωση
των γουρουνιών και των ανθρώπων.
Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου∙
αντιθέτως, είχα κατά νου την πρόθεση να ολοκληρωθεί με μια ισχυρή νότα διαφωνίας
διότι το έγραψα αμέσως μετά την Διάσκεψη της Τεχεράνης,
για την οποία όλοι νόμιζαν πως είχε παγιώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Δύσης.
Προσωπικά δεν πίστεψα ότι τόσο καλές σχέσεις θα διαρκούσαν για πολύ∙
και, όπως έχουν αποδείξει τα γεγονότα, δεν ήμουν πολύ λάθος.
Δεν ξέρω τι περισσότερο χρειάζεται να προσθέσω.
Εάν κανείς ενδιαφέρεται για προσωπικές λεπτομέρειες, θα έπρεπε να προσθέσω ότι είμαι χήρος
με έναν γιο σχεδόν 3 ετών, ότι εξ επαγγέλματος είμαι συγγραφέας
και ότι από την αρχή του πολέμου εργάστηκα, κατά κύριο λόγο, ως δημοσιογράφος.
Η περιοδική έκδοση στην οποία συνεισφέρω κείμενα με πιο σταθερούς ρυθμούς είναι η «TRIBUNE», μια εβδομαδιαία εφημερίδα που αντιπροσωπεύει, γενικά μιλώντας, την αριστερή πτέρυγα
του Εργατικού Κόμματος.
Τα ακόλουθα βιβλία μου θα ενδιέφεραν ίσως περισσότερο τον συνηθισμένο αναγνώστη (κάθε αναγνώστης αυτού του κειμένου θα έπρεπε να βρει αντίγραφά τους):
«Μέρες της Μπούρμα» (μια ιστορία για την Βιρμανία),
«Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» (που πηγάζει από τις εμπειρίες μου στον Ισπανικό Εμφύλιο),
και «Κριτικά Δοκίμια» (μελέτες κυρίως για την σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία της Αγγλίας
και διδακτικό περισσότερο από την κοινωνιολογική άποψη παρά από την φιλολογική πλευρά).


«Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

Observer, 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1948

Κριτική στο βιβλίο του Louis Fischer «Γκάντι και Στάλιν»
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: Το προγραμματικό αυτό κείμενο πρέπει να αναγνωστεί συνολικά, ως φάκελος, μαζί με τα άρθρα του συγγραφέα με πρωταρχικό αυτά που φέρουν τον τίτλο «Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ»-«ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΕΡΗΜΟ», «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ MEIN KAMPF» και, ακολούθως, «ΓΟΥΕΛΣ: ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ», «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ», «ΓΝΩΣΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ», «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Βλ. εξάλλου και το σύνολο των άρθρων Καμύ-Όργουελ που είναι αφιερωμένα στην Ελευθερία. Αξίζει να σημειωθούν τα λογοπαίγνια Γκάντι-God-Θεός και Ινδών-Ειδών-Ιδεών όπως και Σταλινικά-Στα Ελληνικά.

«Αν δώσουν ένα στήριγμα ελευθερίας στον Γκάντι ώστε να σταθεί επάνω του και να χρησιμοποιήσει
τον μοχλό της ατομικής του δύναμης, τότε αναλαμβάνει το καθήκον να κινήσει την Γη»
γράφει ο κ. Louis Fischer.
Ακούγεται εξαίσιο, ασφαλώς!
Εφόσον, όμως, προσφέρεται εμφανώς ως η βάση για ένα πολιτικό πρόγραμμα,
αισθάνεται κανείς την ανάγκη να ρωτήσει:
«Τί θα έκανε, άραγε, ο Γκάντι εάν δεν του έδιναν ένα στήριγμα για να σταθεί;»
Το γεγονός ότι το ερώτημα αυτό ποτέ δεν απαντήθηκε καθαρά, μειώνει ολόκληρο το βιβλίο.
Περιγραμματικά, το επιχείρημα του κ. Φύσερ είναι αρκετά απλό:
Η Ρωσσία αποτελεί κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη και πρέπει να εκδηλωθεί αντίσταση εναντίον της.
Εμείς, τα Δυτικά Έθνη, μπορούμε να αντισταθούμε επιτυχώς
μόνο εάν καταστήσουμε τις δικές μας δημοκρατίες λειτουργικές.
Ο τρόπος για να το κάνουμε αυτό είναι να ακολουθήσουμε την διδασκαλία του Γκάντι.
Όσον αφορά τις πρώτες δύο προτάσεις, δυσκόλως μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση
και ο κ. Φύσερ, εκθέτοντάς τες ενώπιόν μας, πραγματοποιεί ένα θαυμάσιο έργο.
Με ένα ζωηρό, δημοσιογραφικό στυλ –χάρη στην βοήθεια της μακράς προσωπικής του εμπειρίας
υπό τις συνθήκες της Ρωσσίας– βάζει το ζήτημα της αντίστασης κατά του Στάλιν
για να δώσει έμφαση σε ό,τι ακόμα δεν έχει γίνει αντιληπτό στην χώραν αυτή:
ότι η σύγκρουση μεταξύ της Ρωσσίας και της Δύσης μπορεί να κριθεί από την στάση των Ινδών».
Προς το παρόν, χάνουμε την μάχη για την Ασία και την Αφρική.
Αν την κερδίσουμε, αυτό θα σήμαινε μιαν αλλαγή στάσης, κάτι που ακόμα δεν είναι ορατό πως θα συμβεί.
Ωστόσο, η παράκληση προς τον Γκάντι για υποστήριξη
ενός απλώς «προοδευτικού», αντι-ολοκληρωτικού προγράμματος
αποτελεί ένα σχήμα ανακόλουθο, το οποίο δεν έπεται του συλλογισμού/non sequitur.
Το γεγονός είναι ότι οι πολιτικές μέθοδοι του Γκάντι υπήρξαν σχεδόν άσχετες με την σημερινή κατάσταση
διότι εξαρτώνταν από την δημοσιότητα.
Όπως ο κ. Φύσερ παραδέχεται, ο Γκάντι ποτέ δεν είχε να αντιμετωπίσει μιαν δύναμη ολοκληρωτική.
Αντιμετώπιζε έναν παλαιομοδίτικο και κλονισμένο δεσποτισμό,
ο οποίος τον αντιμετώπιζε με έναν σχετικά γαλαντόμο τρόπο
και του επέτρεπε να κατευθύνει εκκλήσεις, σε κάθε του βήμα, προς την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς η στρατηγική του της νηστείας και της πολιτικής ανυπακοής
θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια χώρα όπου οι πολιτικοί αντίπαλοι απλά εξαφανίζονται
και το κοινό ποτέ δεν ακούει ό,τι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να ακούσει.
Επιπλέον, φαίνεται πως όταν ο κ. Φύσερ μας λέει ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το κήρυγμα του Γκάντι,
δεν το εννοεί πραγματικά.
Θέλει να εμποδίσει την επέκταση του Ρωσσικού ιμπεριαλισμού
–όχι με την βία, εάν αυτό είναι εφικτό
αλλά με την βία αν πρέπει να το κάνουμε:
ενώ το κεντρικό δόγμα του Γκάντι ήταν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείς βία
ακόμα και αν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση.
Όταν ρωτήθηκε ποια είναι η γνώμη του για τους Εβραίους της Γερμανίας,
ο Γκάντι απάντησε ανοιχτά και ευθέως ότι θα έπρεπε να είχαν κάνει μαζική αυτοκτονία
ώστε με τον τρόπο αυτό να είχαν «συνεγείρει τον κόσμο»
–απάντηση που φαίνεται πως ενόχλησε ακόμα και τον κ. Φύσερ.
Τα περισσότερα από τα πολιτικά συμπεράσματα του κ. Φύσερ
είναι τέτοια που κανένας άνθρωπος καλής θελήσεως δεν μπορεί να συμφωνήσει από καρδιάς
αλλά η απόπειρα να αντλήσει από τον Γκάντι
φαίνεται πως στηρίζεται μάλλον σε προσωπικό θαυμασμό
παρά σε ειλικρινή συμφωνία.


«Ο ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΜΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ

COMBAT”, 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί με βάση το σύνολο των μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ περί Ελευθερίας «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ», «ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ 1984: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ», «Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ», αλλά, ειδικότερα, με βάση τα άρθρα «Το ξίφος της Αποκάλυψης και η Ιστορία», « «Το πείραμα Χίτλερ: Ξίφος, Ζυγός και Γόρδιος Δεσμός», «Η φόρμουλα της πανάκειας των Θεών της Γερμανίας», «Ο χειρισμός της φόρμουλας της ελευθερίας»Επίσης, σταχυολογών ενδεικτικά από την εργασία ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ: «Ο Χριστιανικός στοχασμός, υποχρεωμένος να εκφραστεί μέσω ενός συνεκτικού συστήματος, επιχείρησε να υϊοθετήσει τον Ελληνικό τύπο σκέψεως και να εκδηλωθεί με τις μεταφυσικές φόρμουλες που βρήκε έτοιμες προς χρήσιν. Ωστόσο, τις μετασχημάτισε».

Η ευφορία είναι αυτή που μας κάνει να εξεγειρόμαστε.
Μέσα σε ένα δικαιολογημένο –νομικά– κλίμα ενθουσιασμού, όλη η Γαλλία πίστευε ότι με την απελευθέρωση ολοκληρωνόταν η όλη δοκιμασία και ότι το Παρίσι θα απολάμβανε και πάλι την ειρήνη την στιγμή που θα υψώνονταν εκ νέου οι σημαίες στην πόλη.
Αυτή, ωστόσο, η φόρμουλα σκέψεως δεν ήταν καθαρά διατυπωμένη: επρόκειτο, μάλλον, για μια φυσική κλίση εκ μέρους ενός λαού που είχε υποφέρει και δώσει έναν σπουδαίον αγώνα για να φτάσει να διαμορφώσει την συνήθεια να συγχέει την ελπίδα για ελευθερία με την ελπίδα για την απόλυτη και ολοκληρωτική νίκη.
Η ελευθερία ήρθε –και, λίγο λίγο ανακαλύπτουμε ότι έχει υποστεί πιέσεις και φέρει βάρη τα οποία θα συνεχίσουμε να αντέχουμε για όσο δεν τελειώνει ο πόλεμος και δεν υπερβαίνουμε τις επιπτώσεις του.
Τίποτε δεν τελείωσε με την ελευθερία.
Είναι μια αρχή.
Ελευθερία δεν σημαίνει ειρήνη.
Χαρήκαμε την νίκη μας αλλά πρέπει, επιπλέον, να δούμε την νίκη όλων.
Ξέρουμε τώρα ότι το μόνο που έχουμε κερδίσει είναι το δικαίωμα να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε.
Φυσικά, δεν έχουμε ξεχάσει τον εσωτερικό πόλεμο ενάντια στο χρήμα και κατά της παραίτησης,πόλεμο που πρέπει να συνεχίσουμε να στηρίζουμε.
Προς το παρόν, όμως, πρόκειται για ζήτημα πολέμου tout court, πολέμου που μας ισοπέδωσε,πολέμου από τον οποίο βγήκαμε ζωντανοί, πολέμου που πρέπει εκ νέου να ξεκινήσουμε.
Στον ενθουσιασμό της απελευθέρωσης –και με βοήθεια από μερικούς υπερβολικά βιαστικούς πολεμικούς ανταποκριτές– ο Γαλλικός λαός έφτασε να πιστεύει σχεδόν ότι η Γερμανία θα συντριβόταν εντός 2 εβδομάδων. Εμείς τουλάχιστον ποτέ δεν είχαμε αυτήν την ψευδαίσθηση για λογαριασμό μας. Κι όποτε είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για την Γερμανία, εκφράζαμε την πεποίθησή μας ότι θα άντεχε ως το τέλος.
Ελπίζουμε να έχουμε άδικο.
Μας φαίνεται, όμως, ότι η Χιτλερική Γερμανία είναι αποφασισμένη να τα τελειώσει όλα με την πιο τραγική και πιο θεατρική αυτοκτονία και ότι θα επιβάλλει υψηλή τιμή και βαρύ φόρο αίματος για την νίκη που δεν έχει πάρει ακόμα στα χέρια της (αν τείνουμε να το αμφισβητήσουμε αυτό, τότε θα μας παρείχαν τροφή για σκέψη οι πρόσφατες προβλέψεις του κ. Τσώρτσιλ).
Πρέπει να παραιτηθούμε, δεχόμενοι το γεγονός ότι ο πόλεμος θα κρατήσει περισσότερο απ’ ό,τι περιμέναμε.
Ακόμα κι αν είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να αποδειχθούμε λάθος, πρέπει να ζήσουμε και να δράσουμε στο ενδιάμεσο με την πεποίθηση ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί.
Αυτό ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η ελευθερία που μόλις έχουμε κατακτήσει μας δεσμεύει εξίσου όσο μας λυτρώνει.
Το λέμε δίχως αξιοσημείωτο ζήλο αυτό. Κανείς πόλεμος δεν είναι αρκετά σύντομος.
Ο κόσμος για τον οποίον ελπίζουμε έχει ήδη απαιτήσει θυσίες αρκετής υψηλής τιμής.
Αν απαιτούνται περισσότερο αίμα και πόνος, τότε πρέπει το αίμα αυτό να χυθεί και ο πόνος αυτός να γίνει ανεκτός.
Δεν υπάρχει ούτε ένας Ευρωπαίος, ωστόσο, που να μπορεί –ελαφρά τη καρδία– να συλλογιστεί αυτήν την προοπτική.
Τουλάχιστον σε αυτήν την χώρα –όπου μόλις έχουμε ζήσει την εμπειρία να γνωρίσουμε την πλήρη έκταση και τον πλήρη παραλογισμό της ανθρώπινης δυστυχίας– δεν μπορεί να προσδοκούμε από κανέναν να επιθυμεί αυτήν την προοπτική.
Όσο πικρή κι αν είναι η κατάστασή μας, η αποφασιστικότητά μας πρέπει να είναι ακλόνητη.
Το 1939 δεν αναγνώριζαν όλοι οι Γάλλοι ότι ο πόλεμος είχε νόημα. Τώρα ξέρουν ότι έχει. Πράγματι, έχει λάβει ένα άνωθεν νόημα γι’ αυτούς, αφού καθήκον τους είναι τώρα όχι μόνο να καταστρέψουν έναν εχθρό αλλά επιπλέον να εξορίσουν την ιδέα που δημιούργησαν για την Γαλλία προς το εξωτερικό στα 4 έτη της γραφειοκρατικής, επίσημης προδοσίας.
Μπορεί να μην έχουμε πια έναν τόπο να υπερασπιστούμε αλλά έχουμε έναν τόπο να κερδίσουμε εκ νέου.
Όσο σκληρή ή άδικη μερικές φορές κι αν φαίνεται αυτή η μοίρα, πρέπει να γίνει κατ’ αρχάς δεκτή έτσι ώστε στο τέλος να έρθει σε ισορροπία.
Έχουμε ήδη τεθεί στην δύσκολη θέση ενός λαού που πρέπει, για μιαν ακόμη φορά, να επιδείξει ότι διαθέτουμε μιαν ευγένεια και ένα μεγαλείο που, συνήθως, εκλαμβανόταν ως κάτι το δεδομένο.
Το ότι πρέπει τώρα να το επιδείξουμε αυτό μαζί με τις ζωές των καλυτέρων εξ ημών αποτελεί την φοβερή τραγωδία της νέας μας ιστορίας.
Εμείς ξεκινήσαμε αυτήν την επαναστατική και αναγκαία μαρτυρία.
Την φέραμε μαζί μας επί μια 4ετία άχαρων αγώνων που πολύ συχνά αγνοήθηκαν.
Τώρα πρέπει να την συνεχίσουμε στο πεδίο των μαχών.
Ορισμένοι στο εξωτερικό μπορεί να έχουν επίγνωση του δύσκολου πεπρωμένου με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι.
Δεν πρέπει, όμως, να περιμένουμε τους άλλους να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους.
Πρέπει να είμαστε σιωπηλοί –και να ξεκινήσουμε δουλειά.
Πρέπει να πείσουμε τον εαυτό μας ότι ο πόλεμος πρόκειται να διαρκέσει και να δεχθούμε τις θυσίες χάριν της νίκης με το ίδιο θάρρος με το οποίο αναλάβαμε τα βάρη της ήττας.
Η ίδια η νίκη, άλλωστε, δεν θα είναι το τέλος της μάχης.
Τίποτε πιο δύσκολο από το να κατακτηθεί το μεγαλείο εκ νέου άπαξ και έχει χαθεί στα μάτια του κόσμου.
Θα μπούμε, όμως, στον δρόμο της αναγέννησης και της καθιέρωσης εάν μπορέσουμε να δείξουμε τον ίδιο τον κόσμο ως την εικόνα ενός έθνους γενναιόδωρου προς τους άλλους και αυστηρού με τον εαυτόν του, ενός έθνους που έχει με ανδρεία παραιτηθεί για χάρη των αναγκαίων θυσιών αλλά δεν λησμονεί ποτέ την προσωπική του τιμή και την ευτυχία των άλλων
.







                                                                «ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ»

                                                    Δοκίμιο του Τζωρτζ Όργουελ
                                                                               1947

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση
α)με το βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο Γιόγκι και ο Κομμισσάριος»,
β) με τις διάλεξεις Καμύ στην Σουηδία με τίτλο
«Δημιουργεῖν: Η τέχνη μέσα στον κίνδυνο» και «Ο συγγραφέας και το επόχημά του»,
γ) με το βιβλίο Καμύ-Καίσλερ με τίτλο «ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»


Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos p. Papachristopoulos


Από πολύ μικρή ηλικία, ίσως από τα 5 ή 6 μου χρόνια, ήξερα πως όταν μεγάλωνα
θα έπρεπε να γίνω συγγραφέας.
Ανάμεσα στα 17 και στα 24 μου περίπου χρόνια, προσπαθούσα να ξεχάσω αυτήν την ιδέα
αλλά το έκανα με την συνείδηση του γεγονότος ότι αυτό αποτελούσε ύβριν για την πραγματική μου φύση
και πως, αργά ή σύντομα, θα έπρεπε να κάτσω και να αφιερωθώ στην συγγραφή βιβλίων.
Ήμουν το μεσαίο παιδί από τα τρία αλλά υπήρχε ένα χάσμα 5 ετών εκατέρωθεν
και σχεδόν δεν γνώρισα τον πατέρα μου πριν γίνω 8 ετών.
Για αυτόν –καθώς και για άλλους λόγους– ήμουν κάπως μοναχικός
και γρήγορα ανέπτυξα δυσάρεστες ιδιαιτερότητες (μαννιερισμούς)
που με έκαναν αντιδημοφιλή στα σχολικά μου χρόνια.
Είχα την συνήθεια του μοναχικού παιδιού
να εφευρίσκω ιστορίες
και να διεξάγω συζητήσεις με φανταστικά πρόσωπα
και νομίζω ότι, από την αρχή κιόλας, οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες ήταν αναμεμειγμένες με το αίσθημα
ότι ήμουν απομονωμένος και υποτιμημένος.
Ήξερα πως είχα μιαν ευκολία με τις λέξεις
καθώς και την δύναμη να αντιμετωπίζω τα δυσάρεστα γεγονότα
και ένοιωθα πως αυτό δημιουργούσε έναν –κατά κάποιον τρόπο– ιδιωτικό κόσμο
από τον οποίο θα μπορούσα να πάρω πίσω ό,τι μου ανήκε
για να αντισταθμίσω την αποτυχία μου στην καθημερινή ζωή.
Ωστόσο, το μέγεθος των σοβαρών (δηλαδή, με σοβαρή πρόθεση) γραπτών που παρήγαγα
σε όλα μου τα παιδικά και εφηβικά χρόνια δεν ισοδυναμούσαν ούτε με μισή ντουζίνα σελίδες.
Έγραψα το πρώτο μου ποιήμα στην ηλικία των 4 ή 5 ετών,
υπαγορεύοντάς το στην μητέρα μου που το έγραφε.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ο,τιδήποτε για αυτό εκτός από το ότι έλεγε για μια τίγρη
και ότι η τίγρη είχε «δόντια σαν καρέκλας», μια αρκετά καλή φράση –αλλά φαντάζομαι
ότι το ποίημα ήταν κλεψίτυπο από το ποίημα «Τίγρη, Τίγρη» του Μπλέϊκ.
Στα 11 μου, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1914-18, έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα
(το οποίο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα)
όπως και ένα ακόμη, 2 χρόνια αργότερα, για τον θάνατο του Kitchener.
Από καιρού εις καιρόν, καθώς μεγάλωνα λίγο, έγραφα άσχημα και συνήθως ανολοκλήρωτα
«ποιήματα φύσης» με στυλ Γεωργίας.
Αποπειράθηκα, ακόμα, να γράψω μια μικρή ιστορία η οποία υπήρξε μια αποτυχία τρομακτική.
Αυτό ήταν το συνολικό άθροισμα ενός έργου που είχε την φιλοδοξία να είναι σοβαρό
και που στην πραγματικότητα κατέγραψα στο χαρτί στην διάρκεια όλων αυτών των ετών.
Σε ολόκληρη την εποχή αυτή, όμως, ήμουν πράγματι –με μιαν έννοια– δεσμευμένος
με φιλολογικές δραστηριότητες.
Για να ξεκινήσω, υπήρχε το κατά παραγγελίαν υλικό που παρήγαγα γρήγορα, εύκολα
και δίχως πολύ ευχαρίστηση για τον εαυτό μου.
Εκτός από την δουλειά για το σχολείο, έγραφα «τυχαίους στίχους-vers d’ occasion»,
κωμικά ποιήματα που μπορούσα να τα βγάζω πέρα με μια ταχύτητα
που σήμερα μου φαίνεται εκπληκτική: στα 14 μου έγραψα ένα ολόκληρο έργο
με ομοιοκαταληξίες, μιμούμενος τον Αριστοφάνη –σε μιαν εβδομάδα περίπου–
και βοηθούσα στην έκδοση σχολικών περιοδικών, τόσο έντυπων όσο και χειρογράφων.
Αυτά τα περιοδικά ήταν το πιο ανάξιο, μπουρλέσκ υλικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε
και προβληματίστηκα πολύ λιγότερο με αυτά
απ’ ό,τι θα προβληματιζόμουν τώρα ακόμα και με την πιο φτηνή δημοσιογραφία.
Παράπλευρα με όλα αυτά, όμως, για 15 ή περισσότερα χρόνια,
έφερνα εις πέρας μιαν άσκηση λογοτεχνική μιας ολότελα διαφορετικής μορφής: επρόκειτο για την ολοκλήρωση μιας διαρκούς «ιστορίας» γύρω από τον εαυτό μου,
ενός είδους ημερολόγιο που υπήρχε μόνο στο δικό μου μυαλό.
Πιστεύω αυτή είναι μια συνήθεια κοινή σε παιδιά και εφήβους.
Όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί,
συνήθιζα να φαντάζομαι ότι ήμουν, ας πούμε, ο Ρομπέν των Δασών
και να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως την απεικόνιση του ήρωα συναρπαστικών περιπετειών
αλλά, αρκετά σύντομα, η «ιστορία» μου έπαψε να είναι ναρκισσιστική
με έναν τρόπο ακατέργαστο, ακαλλιέργητο, δίχως να το προσέξω
και έγινε ολοένα και περισσότερο μια απλή περιγραφή
του τι έκανα και των πραγμάτων που έβλεπα.
Ανά διαστήματα, για κάποια λεπτά θα διαπερνούσε το κεφάλι μου αυτό το είδος πράγματος:
«Έσπρωξε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Μια κίτρινη αχτίδα φωτός,
που φιλτραρόταν μέσω των κουρτινών από μουσελίνα, έπεφτε γωνιακά στο τραπέζι
όπου βρισκόταν ένα μισανοιχτό κουτάκι σπίρτα, δίπλα στο μελανοδοχείο.
Με το δεξί χέρι στην τσέπη του, διέσχισε το δωμάτιο.
Κάτω στον δρόμο, μια γάτα με χρώμα χελωνοειδές κυνηγούσε ένα κομμένο φύλλο», κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε, έως ότου ήμουν περίπου 25, σε όλα τα μη-λογοτεχνικά μου έτη.
Αν και έπρεπε να ψάχνω –και έψαχνα πράγματι– για τις σωστές λέξεις,
φαίνεται πως έκανα αυτήν την προσπάθεια περιγραφής σχεδόν ενάντια στην θέλησή μου, βρισκόμενος κάτω από μια μορφή εξωτερικής επιβολής.
Η «ιστορία» έπρεπε, υποθέτω, να αντικατόπτριζε
τα στυλ των διαφόρων συγγραφέων που θαύμαζα
σε διαφορετικές ηλικίες αλλά, απ’ όσο θυμάμαι, είχε πάντα την ίδια ποιότητα
λεπτομερούς περιγραφής.
Όταν ήμουν περίπου 16, ανακάλυψα ξαφνικά την απόλαυση των απλών λέξεων,
δηλαδή των ήχων και διασυνδέσεων των λέξεων.
Οι στίχοι από τον «Χαμένο Παράδεισο» –

Με δυσκολία, έτσι, τούτος και με κόπους σκληρούς So hee with difficulty and labour hard
Συνέχισε: με δυσκολία τούτος και κόπους Moved on: with difficulty and labour hee

που τώρα δεν μου φαίνονται τόσο υπέροχα θαυμάσιοι,
στέλνουν ρίγη να διατρέξουν την σπονδυλική μου στήλη·
και η προφορά «τούτος-hee» αντί για «αυτός-he» υπήρξε μια πρόσθετη απόλαυση.
Όσον αφορά την ανάγκη να περιγράφω πράγματα, ήξερα ήδη τα πάντα γι’ αυτήν.
Ήταν, λοιπόν, σαφές τι είδους βιβλία ήθελα να γράψω, στην έκταση
που θα μπορούσε να ειπωθεί πως εκείνη την εποχή ήθελα να γράψω βιβλία.
Ήθελα να γράψω τεράστιες νατουραλιστικές νουβέλλες με δυσάρεστο τέλος,
γεμάτες λεπτομερείς περιγραφές και συναρπαστικές μεταφορές
καθώς επίσης και γεμάτες με εξαίσια κομμάτια, οάσεις στα κείμενα,
στα οποία οι λέξεις να χρησιμοποιούνταν εν μέρει χάριν του προοδευτικού τους ήχου.
Και, στην πραγματικότητα, το πρώτο μου ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, «Μέρες
στην Βιρμανία», που έγραψα όταν ήμουν 30 ετών αλλά σχεδίαζα από πολύ νωρίτερα, μάλλον είναι τέτοιου είδους βιβλίο.
Παρέχω όλην αυτήν την παρασκηνιακή πληροφόρηση
διότι δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα
χωρίς να γνωρίζει κάτι για την πρώϊμη εξέλιξή του.
Το αντικείμενο με το οποίο θα ενασχοληθεί κρίνεται από την εποχή στην οποία ζει
–αυτό, τουλάχιστον, ισχύει σε ταραγμένες, επαναστατικές εποχές σαν την δική μας–
αλλά, πριν ακόμα ξεκινήσει να γράφει, έχει αποκτήσει μια συναισθηματική στάση
από την οποία ποτέ δεν θα ξεφύγει ολοκληρωτικά.
Είναι καθήκον του, αναμφίβολα, να πειθαρχήσει το ταμπεραμέντο του
και να αποφύγει να κολλήσει, ασχολούμενος διαρκώς
σε κάποιο πρώϊμο στάδιο ανωριμότητας, με μια διάθεση διαστροφής και διαστρέβλωσης·
εάν, όμως, ξεφύγει συλλήβδην από τις πρώτες του επιρροές,
θα έχει σκοτώσει την παρόρμησή του να γράψει.
Αν εξαιρεθεί η ανάγκη εξεύρεσης των εσόδων για να ζήσει,
υπάρχουν 4 μεγάλα κίνητρα για την συγγραφή
και ιδίως, σε κάθε περίπτωση, για να γραφεί πρόζα, πεζός λόγος.
Υπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς και σε κάθε συγγραφέα –και οι αναλογίες θα ποικίλλουν από καιρού εις καιρόν σε κάθε συγγραφέα, σύμφωνα με την ατμόσφαιρα στην οποία ζει.
Αυτά είναι:

1.Καθαρός εγωϊσμός.
Επιθυμία να φαίνεσαι έξυπνος, να σε συζητούν, να σε θυμούνται μετά θάνατον, να πάρεις
το αίμα σου πίσω από τους μεγαλύτερους που σε σνόμπαραν στα παιδικά σου χρόνια, κ.τ.λ.
Είναι ανόητο να υποκρινόμαστε ότι αυτό δεν είναι κίνητρο –και, μάλιστα, ένα κίνητρο ισχυρό.
Οι συγγραφείς μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό από κοινού
με τους επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τους επιτυχημένους
επιχειρηματίες –κοντολογίς, με όλην την αφρόκρεμα της ανθρωπότητας.
Η μεγάλη μάζα των ανθρωπίνων όντων δεν είναι εγωϊστική σε οξυμμένο βαθμό.
Ύστερα από την ηλικία των 30 ετών, περίπου, σχεδόν χάνουν το αισθητήριο να είναι άτομα
κατ’ οιονδήποτε τρόπο –και ζουν κυρίως για άλλους
ή, απλά, ασφυκτιούν σε συνθήκες σκληρής δουλείας.
Υπάρχει, όμως, και η μειοψηφία των χαρισματικών, θεληματικών ανθρώπων
που είναι αποφασισμένοι να ζήσουν έως τέλους την προσωπική τους ζωή
–και οι συγγραφείς ανήκουν σε αυτήν την τάξη.

2.Αισθητικός ενθουσιασμός.
Η αντίληψη της ομορφιάς στον εξωτερικό κόσμο
ή, από την άλλη πλευρά, στις λέξεις και στην σωστή τους τοποθέτηση.
Ευχαρίστηση από την απήχηση του κάθε ήχου στον άλλο,
από την συνεκτικότητα μιας καλής πρόζας ή του ρυθμού μιας καλής ιστορίας.
Επιθυμία να μοιραστεί κανείς μιαν εμπειρία που νοιώθει
ότι είναι πολύτιμη και δεν θα έπρεπε να χαθεί.
Το αισθητικό κίνητρο είναι πολύ ασθενές σε πολλούς συγγραφείς
αλλά ακόμα και ένας φυλλαδιογράφος ή γραφέας τυποποιημένων βιβλίων
θα έχει αγαπημένες λέξεις και φράσεις που τον ελκύουν για λόγους μη-ωφελιμιστικούς
ή μπορεί να διακατέχεται από ισχυρή συμπάθεια για την τυπογραφία,
το εύρος των περιθωρίων κ.τ.λ.
Πάνω από το όριο ενός οδηγού για τα δρομολόγια τραίνων,
κανένα βιβλίο δεν είναι εντελώς ελεύθερο από αισθητικούς υπολογισμούς.

3.Ιστορική παρόρμηση.
Επιθυμία να δεις τα πράγματα όπως είναι,
να ανακαλύψεις τα πραγματικά γεγονότα
και να τα αρχειοθετήσεις για μεταγενέστερη χρήση.

4.Πολιτική σκοπιμότητα.
–με την λέξη «πολιτική» να χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατήν έννοια.
Επιθυμία να ωθήσεις τον κόσμο σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση,
να αλλάξεις τις ιδέες των άλλων ανθρώπων
για το είδος της κοινωνίας που θα έπρεπε να επιδιώκουν.
Για μια ακόμη φορά, κανένα βιβλίο δεν είναι πραγματικά ελεύθερο
από πολιτικές προκαταλήψεις.
Η άποψη ότι η τέχνη δεν θα έπρεπε να έχει καμιά σχέση με την πολιτική
είναι και η ίδια μια πολιτική στάση.

Μπορεί, τώρα, να διαπιστώσει κανείς πως αυτές οι ποικίλες παρορμήσεις πρέπει να πολεμούν
η μια την άλλη και πως πρέπει να μεταβάλλονται διαρκώς από άτομο σε άτομο
και από καιρού εις καιρόν.
Εκ φύσεως –θεωρώντας ως «φύση σου» το στάτους που έχεις κατορθώσει να αποκτήσεις
στα πρώτα σου νιάτα– είμαι ένα άτομο
στο οποίο τα 3 πρώτα κίνητρα θα υπερτερούσαν του τετάρτου.
Σε μιαν ειρηνική εποχή θα μπορούσα να είχα γράψει θελκτικά ή περιγραφικά μόνο βιβλία
και θα μπορούσα να είχα μείνει σχεδόν αδαής για την πολιτική μου αφοσίωση.
Όπως είναι τα πράγματα, έχω καταναγκαστεί να γίνω ένα είδος φυλλαδογράφου.
Αρχικά ανάλωσα 5 χρόνια σε ένα επάγγελμα που δεν μου ταίριαζε
(στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία της Βιρμανίας)
και, κατόπιν, υπέστην την φτώχεια και είχα την εμπειρία του αισθήματος της αποτυχίας.
Αυτό αύξησε το φυσικό μίσος που είχα προς την εξουσία
και με κατέστησε για πρώτη φορά ολοκληρωτικά ενήμερο
για την ύπαρξη των εργατικών τάξεων
ενώ η δουλειά στην Βιρμανία μου έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσω μερικώς
την φύση του ιμπεριαλισμού:
αυτές οι εμπειρίες, όμως, δεν ήταν αρκετές για να μου προσδώσουν
έναν ακριβή πολιτικό προσανατολισμό.
Μετά ήρθε ο Χίτλερ, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, κ.τ.λ.
Έως τα τέλη του 1935 εξακολουθούσα ακόμα να μην μπορώ να φθάσω
σε μιαν κατασταλαγμένη κρίση.
Θυμάμαι ένα μικρό ποιήμα που έγραψα την εποχή εκείνη
και εξέφραζε το προσωπικό μου δίλημμα:

Παπάς πριν 200 χρόνια
χαρωπός θα μπορούσα να ήμουν
να κηρύττω για του κόσμου την συντέλεια
και να βλέπω τις καρυδιές μου ν’ ανθίζουν

Γεννημένος, όμως, αλίμονο, σε φαύλη εποχή
έχασα αυτήν την ευτυχισμένη, παραδεισένια εστία
γιατί στα χείλη μου φύτρωσε το χνούδι
και οι ιερείς, βλέπετε, είναι στην εντέλεια ξυρισμένοι

Οι καιροί ήταν ωραίοι λίγο πιο μετά
Ήταν πανεύκολο να χαρούμε
Διώχναμε τα προβλήματα μακριά
για να κοιμηθούμε στων δένδρων τις φυλλωσιές

Εντελώς αδαείς ν’ απολαμβάνουμε τολμούσαμε
τις χαρές που σήμερα αποδιώχνουμε·
Στο κλαδί της μηλιάς τα’ αηδόνια
θα ‘κάναν τους εχθρούς να τρέμουν αιώνια

Των θηλυκών οι γαστέρες και τα βερίκοκκα
που κυλούν σ’ ένα σκοτεινό ρεύμα
Άλογα και πάπιες που την αυγή πετούν
Όνειρο είν’ όλα

Τα όνειρα πλέον απαγορεύονται·
πληγώνουμε ή κρύβουμε την χαρά μας:
από ατσάλι χρωμίου φτιάχνονται τώρα τ’ άλογά μας
και μικροί βομβιστές θα τα καβαλικέψουν

Είμαι το σκουλήκι που ποτέ δεν μεταμορφώθηκε,
ο ευνούχος χωρίς χαρέμι,
μεταξύ του ιερέα γιόγκι και του κομισσάριου περπατώ
σαν τον δάσκαλο που συνελήφθη μέσα στην τάξη για δολοφονία

Και ο κομμισσάριος μου λέει την μοίρα μου
ενώ το ραδιόφωνο παίζει
αλλά ο ιερέας μου υπόσχεται έναν έβδομο ουρανό
γιατί ο Θεούλης πάντοτε το ξεπληρώνει

Ονειρεύτηκα να κατοικώ
σε μαρμαρένια αλώνια
και ξύπνησα για να δω ότι ήταν αλήθεια·
Δεν γεννήθηκα για μιαν εποχή σαν αυτή-
ο Σμιθ ήταν; ο Τζόουνς ήταν; ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ;

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα γεγονότα του 1936-37 βάρυναν την ζυγαριά,
άλλαξαν την ιστορία και από τότε και μετά ήξερα που στεκόμουν.
Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει μετά το 1936
έχει γραφτεί, ευθέως ή εμμέσως, κατά του ολοκληρωτισμού
και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού,
όπως εγώ το κατανοώ κατά την κρίση μου.
Μου φαίνεται πως δεν έχει νόημα, σε μιαν περίοδο σαν την δική μας, να νομίζει κανείς
ότι μπορεί να αποφύγει να γράφει για τέτοια ζητήματα.
Όλοι γράφουν για αυτά, με την μια ή με την άλλη μορφή.
Πρόκειται απλά για ζήτημα ποια πλευρά παίρνει κανείς και ποια προσέγγιση ακολουθεί.
Και όσο περισσότερο κανείς έχει συνείδηση των πολιτικών του προκαταλήψεων,
τόσο περισσότερη ελπίδα έχει για να δρα πολιτικά,
δίχως να θυσιάζει την αισθητική του και διανοητική του ακεραιότητα.
Αυτό που ήθελα περισσότερο να κάνω στην διάρκεια των προηγουμένων 10 ετών
είναι να κάνω το πολιτικό γράψιμο τέχνη, να το μεταμορφώσω σε τέχνη.
Το σημείο απ’ όπου ξεκινώ είναι πάντα ένα συναίσθημα
«μοναχικής εξέγερσης-partisanship»,
μια αίσθηση αδικίας.
Όταν καθήσω για να γράψω ένα βιβλίο, δεν λέω στον εαυτό μου
«πρόκειται να παράγω ένα έργο τέχνης».
Το γράφω επειδή υπάρχει κάποιο ψεύδος, κάποια πλάνη που θέλω να αποκαλύψω,
κάποιο γεγονός προς το οποίο θέλω να προσελκύσω την προσοχή
–και το πρωταρχικό μου ενδιαφέρον είναι να επιτύχω να ακουστώ.
Δεν θα μπορούσα, όμως, να φέρω εις πέρας το έργο συγγραφής ενός βιβλίου
ή έστω κι ενός μακροσκελούς άρθρου σε περιοδικό
εάν δεν υπήρχε, επιπλέον, και μια εμπειρία αισθητική.
Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να εξετάσει το έργο μου, θα διαπιστώσει
ότι ακόμα και όταν αποτελεί ευθεία προπαγάνδα
περιέχει πολλά πράγματα που ένας επαγγελματίας πολιτικός θα θεωρούσε άσχετα.
Δεν μπορώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω ολότελα την κοσμοθεωρία
που απέκτησα στην παιδική μου ηλικία.
Για όσο καιρό παραμένω ζωντανός και υγιής,
θα συνεχίσω να διατηρώ ισχυρά συναισθήματα για το στυλ του πεζού λόγου,
να αγαπώ την επιφάνεια της γης
και να απολαμβάνω ευχαρίστως τα στέρεα αντικείμενα και το άχρηστο πληροφοριακό υλικό.
Δεν έχει νόημα να προσπαθώ να καταπιέζω αυτό το πλευρό μου.
Το καθήκον μου είναι να συμβιβάσω τις κεκτημένες και αγαπημένες μου
συμπάθειες και αντιπάθειες
με τις ουσιαστικά δημόσιες, μη-ατομικές δραστηριότητες
που η εποχή αυτή επιβάλλει σε όλους μας.
Δεν είναι εύκολο.
Εγείρει προβλήματα δομής και γλώσσας –και δημιουργεί
με έναν νέο τρόπο το ζήτημα της επαλήθευσης της αλήθειας.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα μόνον παράδειγμα
της πιο ωμής μορφής με την οποία υψώνεται εκ νέου αυτό το είδος δυσκολίας:
το βιβλίο μου για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία»,
είναι, φυσικά, ένα ειλικρινώς πολιτικό βιβλίο αλλά, κυρίως, είναι γραμμένο με κάποια αποστασιοποίηση και με κάποιον σεβασμό προς το σχήμα και την μορφή.
Προσπάθησα, πραγματικά πολύ σκληρά, να πω σε αυτό την αλήθεια ολόκληρη,
δίχως να παραβιάσω το λογοτεχνικό μου ένστικτο.
Μεταξύ άλλων, ωστόσο, συμπεριλαμβάνει ένα μακροσκελές κεφάλαιο
(γεμάτο από δηλώσεις σε εφημερίδες και παρόμοιο υλικό)
που υπεραμύνεται των Τροτσκιστών που κατηγορούνταν για συνωμοσία με τον Φράνκο.
Σαφώς ένα τέτοιο κεφάλαιο –το οποίο, ύστερα από 1 ή 2 χρόνια θα έχανε το ενδιαφέρον του από πλευράς κάθε συνήθους αναγνώστη– θα πρέπει να κατέστρεφε το βιβλίο.
Ένας κριτικός, τον οποίο σέβομαι, μου έκανε για αυτό κήρυγμα.
«Γιατί έβαλες μέσα όλο αυτό το υλικό;» είπε.
«Μετέστρεψες σε δημοσιογραφία ό,τι θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο επιτυχημένο».
Αυτά που μου είπε ήταν αλήθεια αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά,
διότι έτυχε να γνωρίζω ό,τι ελάχιστοι άνθρωποι στην Αγγλία επιτρεπόταν να ξέρει,
ότι αθώοι κατηγορούνταν ψευδώς.
Εάν δεν ήμουν οργισμένος με αυτό, ποτέ δεν θα έπρεπε να είχα γράψει το βιβλίο.
Με την μια ή με την άλλη μορφή, αυτό το πρόβλημα επανεμφανίζεται.
Το πρόβλημα της γλώσσας υφέρπει ακόμα περισσότερο
και θα έπαιρνε πολύ χρόνο για να συζητηθεί.
Θα πω μόνον ότι τα τελευταία χρόνια επιχείρησα να γράψω λιγότερο αναπαραστατικά
και με περισσότερη ακρίβεια.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνω ότι μέχρι την στιγμή αυτή
που έχεις τελειοποιήσει το όποιο είδος γραφής, το έχεις πάντοτε αναπτύξει υπερβολικώς.
«Η Φάρμα των Ζώων» ήταν το πρώτο βιβλίο στο οποίο προσπάθησα,
με πλήρη συνείδηση του τι έκανα,
να συντήξω την πολιτική σκοπιμότητα και την καλλιτεχνική πρόθεση σε ένα ενιαίο σύνολο.
Δεν έχω γράψει μυθιστόρημα εδώ και 7 χρόνια
αλλά ελπίζω να γράψω άλλο ένα, σχετικά σύντομα.
Πρόκειται να αποτύχει, κάθε βιβλίο είναι μια αποτυχία
αλλά δεν γνωρίζω με κάποιαν ορισμένη ευκρίνεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.
Κοιτάζοντας πίσω στις τελευταίες 1-2 σελίδες, βλέπω
ότι έκανα να φαίνεται λες και τα κίνητρα γραφής μου εμπνέονταν εντελώς
από την διάθεσή μου να κάνω το καλό για τον λαό.
Δεν θέλω να αφήσω αυτό ως την τελική εντύπωση.
Όλοι οι συγγραφείς είναι αυτάρεσκοι, εγωϊστές και τεμπέληδες
και στα έσχατα βάθη των κινήτρων τους
«ἐνθάδε κεῖται» ένα μυστήριο.
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια τρομακτική, εξουθενωτική μάχη
σαν την διαρκή ακμή μιας οδυνηρής ασθένειας.
Κανείς ποτέ δεν θα αναλάμβανε κάτι
τέτοιο εάν δεν καθοδηγείτο από κάποιον δαίμονα
στον οποίο δεν μπορεί ούτε να αντισταθεί ούτε να δώσει ερμηνεία.
Διότι το μόνο που ξέρει είναι ότι αυτός ο δαίμων
είναι απλώς το ίδιο ένστικτο που κάνει ένα μωρό να λυσσομανά για να το προσέξουν.
Κι όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν μπορεί να γράψει κανείς κάτι άξιο να διαβαστεί
εκτός εάν μάχεται διαρκώς να απαλείψη από το πρόσωπό του την ατομική του προσωπικότητα.
Ο καλός ο λόγος ο πεζός είναι σαν έναν καθρέφτη αντικατοπτρισμών.
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω ποια από τα κινήτρα που με υποκινούν
είναι τα ισχυρότερα αλλά ξέρω ποια από αυτά αξίζει να ακολουθήσει κανείς.
Και κάνοντας έναν απολογισμό του έργου μου, βλέπω ότι
πάντα όταν δεν είχα πολιτική σκοπιμότητα έγραψα άψυχα βιβλία
και προδόθηκα από τις οάσεις στα κείμενα, τις προτάσεις δίχως νόημα, τα κοσμητικά επίθετα
–και την ανοησία, εν γένει.


«ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, ΙΟΥΛΙΟΣ 1944, μυστική έκδοση
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή:
Το κείμενο είναι το πρώτο που ανοίγει μια σειρά άρθρων του δημοσιογράφου-συγγραφέα με θέμα τον Τύπο («Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η Δευτέρα Παρουσία και η Αντίσταση των Εφημερίδων», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Αυτοκριτική», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων»). Ο Marcel Déat, πολιτικός και υπουργός Σοσιαλιστής της Γ’ Δημοκρατίας, το 1940 έγινε εκδότης της εφημερίδας «ΤΟ ΕΡΓΟ-L’ œuvre» και ίδρυσε κόμμα υπέρ της συνεργασίας με τους Γερμανούς. Το 1944 έγινε υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Διέφυγε στην Ιταλία και καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον. Πέθανε το 1955.
«Για πρώτη φορά στην ιστορία, το επάγγελμα του δημοσιογράφου έχει γίνει ένα επάγγελμα τίμιο» δήλωσε ο κ. Marcel Déat.
Ο κ. Marcel Déat έχει δίκιο.
Η άσκηση της δημοσιογραφίας με μυστικότητα είναι τίμια επειδή αποτελεί χειρόγραφη απόδειξη ανεξαρτησίας, επειδή συνδέεται με ένα ρίσκο.
Είναι σωστό, είναι υγιές που ο,τιδήποτε έχει να κάνει με τρέχοντα πολιτικά γεγονότα έχει καταστεί επικίνδυνο, έχει ρίσκο.
Εάν υπάρχει κάτι που δεν επιθυμούμε να ξαναδούμε, αυτό είναι η ασπίδα της ατιμωρησίας πίσω από την οποία κάποτε βρήκαν άσυλο μια τόσο δειλή συμπεριφορά και τόσες κρυφές μηχανορραφίες.
Έχοντας εξελιχθεί σε τόσο αξιότιμες δραστηριότητες, πολιτική και δημοσιογραφία θα υποχρεωθούν μια μέρα να δικάσουν αυτούς που τις ατίμασαν… Για παράδειγμα, τον κ. Marcel Déat.


«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ

COMBAT”, 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1945

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

Copyright: Christos P. Papachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή:
Το κείμενο είναι το πρώτο που ανοίγει μια σειρά άρθρων του δημοσιογράφου-συγγραφέα με θέμα τον Τύπο («Το επάγγελμα του δημοσιογράφου», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Η Δευτέρα Παρουσία και η Αντίσταση των Εφημερίδων», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Αυτοκριτική», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων»). Όλα αυτά τα κείμενα ενώνονται με την σειρά                            «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» και με τα υπόλοιπα άρθρα περί Συντάγματος, Ρεπούμπλικας και Δημοκρατίας. Για τα ζητήματα Τύπου και Χριστιανισμού, βλέπε τα άρθρα «COMBAT, Χριστιανισμός και Κομμουνισμός», «Έθνος, Εκκλησία και Χριστιανισμός», «Ραδιόφωνο και Χριστιανική Δημοκρατία» καθώς και τις μεταφράσεις άρθρων αφιερωμένων στον διάλογο Albert Camus & Gabriel Marcel-François Mauriac. Βλ. και τις μεταφράσεις Σιμόν Βέϊλ περί Μαρξ-Χριστού αλλά και ειδικά την μετάφραση Όργουελ με τίτλο «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ».

Η μεταπολεμική περίοδος ξεκίνησε.
Ένα έτος έχει περάσει από την απελευθέρωση της Γαλλίας.
Πρώτα η Γερμανία, κατόπιν η Ιαπωνία γονάτισαν.
Η δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί αλλά, τουλάχιστον, έχουμε αναρρώσει από μιαν κατάσταση αθλιότητας στην οποία κυριαρχούσε η αδικία.
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να ξυπνήσει η Γαλλία από την εξέγερση και αμέσως άρχισε την για πολλά χρόνια αναμενόμενη προσπάθειά της να αναπνεύσει κανονικά εκ νέου.
Δεν έχουμε ακόμη φτάσει στο σημείο αυτό αλλά οι εξελίξεις έχουν δρομολογηθεί, είναι καθ’ οδόν.
Τώρα, την παραμονή των εκλογών, μπορούμε να πούμε ότι πραγματοποιούμε μιαν στροφή σε μιαν κρίσιμην καμπή και είναι ώρα να προσφέρουμε έναν απολογισμό της δύσκολης προηγούμενης χρονιάς.
Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα για τον καθένα μας να συνεισφέρει τα πορίσματα της προσωπικής του εμπειρίας σε αυτήν την συλλογική ανασκόπηση.
Επί παραδείγματι, μια εφημερίδα σαν κι αυτήν, μια εφημερίδα που σκοπίμως βγήκε στα πελάγη για να γίνει μια από τις φωνές της νέας Γαλλίας, απαιτεί να ψαχθεί ως προς το τι πέτυχε τον προηγούμενο ενιαυτό.
Για λόγους χώρου, θα περιορίσουμε τα σχόλιά μας μόνο σε μιαν άποψη του ερωτήματος.
Δεν μπορούμε να δώσουμε τόσο μεγάλην έμφαση στο γεγονός ότι η εμπειρία μας ήταν περιορισμένη. Οι φιλοδοξίες μας ήταν συγκρατημένες.
Πιστεύαμε ότι κάθε Γάλλος πολίτης θα έπρεπε να προσπαθήσει να ανανεωθεί με όποιαν μέθοδο        ή οδό ο ίδιος ή η ίδια επιθυμούσε.
Η δουλειά μας ήταν να μεταδώσουμε τα νέα.
Έπρεπε να κόψουμε εκτάκτως κάθε σύνδεση με τις πρακτικές του παρελθόντος σε μιαν περιοχή όπου το παρελθόν είχε προκαλέσει έναν μεγάλο αριθμό ζημιών.
Έπρεπε να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες για έντιμη πληροφόρηση και αντικειμενικό διάλογο. Ως προς αυτό, πιστεύαμε ότι θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουμε ένα κλίμα εντός του οποίου θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες οι διάφορες τάσεις της Γαλλικής πολιτικής ζωής δίχως να συγκρουστούν.
Η ιδέα μας δεν ήταν –όπως κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ή άλλοι να φοβούνται– να θέσουμε σε ανταγωνισμό τον Μαρξ και τον Χριστό.
Δεν ήταν πρόθεσή μας να καταστήσουμε τον εαυτό μας ηλίθιο.
Αφού δεν είμαστε ούτε Κομμουνιστές ούτε Χριστιανοί, απλώς επιθυμούσαμε να κάνουμε τον διάλογο εφικτό
μέσω της υπόδειξης των διαφορών και του τονισμού των ομοιοτήτων.
Από την άποψην αυτή, ο ένας χρόνος της εργασίας μας ολοκληρώθηκε με την αθλιότητα της αποτυχίας.
Επί παραδείγματι, προσπαθήσαμε να δεσμευθούμε σε διάλογο με τους Κομμουνιστές.
Θυμόμαστε ακόμα το μακροσκελές κύριο άρθρο με το οποίο προσπαθήσαμε να εκθέσουμε τους δισταγμούς και την συμπάθειά μας όσο πιο τίμια μπορούσαμε.
Δεν λάβαμε απάντηση.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, όμως, σε ένα θέμα απολύτως καμίας σημασίας, στράφηκαν εναντίον μας οι ίδιοι οι Θεοί, ακόμα κι αν εμείς είχαμε επιχειρήσει –από απόψεως τόνου– να αγγίξουμε ένα συγκεκριμένο πλήκτρο το οποίο ξέρουμε ότι μας αγγίζει προσωπικά όταν προέρχεται από έναν αντίπαλο (και, στην πραγματικότητα, δεν είμαστε καθόλου αντίπαλοι)!
Οι Θεοί, όμως, δεν είχαν καμιά δουλειά σ’ αυτό.
Κατόπιν, επιχειρήσαμε να δεσμευθούμε σε διάλογο με τους Καθολικούς ή έστω με έναν μόνο,τον κ. François Mauriac.
Ομολογουμένως, και από τις 2 πλευρές ειπώθηκαν ορισμένες ανοησίες αλλά η συναλλαγή τελικά δημιούργησε μιαν καλήν αρχή∙ ο διάλογος φαινόταν εφικτός. Τελείωσε, όμως, όταν ο κ. Mauriac έγραψε ένα άρθρο με τόνο που μας εξανάγκασε να σωπάσουμε.
Δεν φτάσαμε, εξαιτίας των εμπειριών αυτών, στο συμπέρασμα ότι οι άλλοι καθιστούσαν τον διάλογον ανέφικτο. Μάλλον φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε και πάλι να βρούμε τις λέξεις που θα μας ένωναν μαζί, λέξεις που θα μας οδηγούσαν σε ενότητα χωρίς να μας απαιτούν να αποκηρύξουμε τις διαφορές μας.
Παρά την προσωρινή μας αποτυχία, παραμένουμε πεισμένοι ότι αυτή η χώρα και αυτός ο κόσμος
δεν μπορούν να σωθούν ώσπου να βρουν –μαζί με τους Θεούς– και τις σωστές λέξεις, το σωστό λεξιλόγιο. Εξακολουθούμε να σκιάζουμε με αποχρώσεις το νόημα που θέλουμε να εκφράσουμε ή –σε κάθε περίπτωση– να εκτοξεύουμε λέξεις που ο καθένας μας μεταφράζει διαφορετικά.
Μας λένε οι άνθρωποι μερικές φορές ότι ο κόσμος πρέπει να αλλάξει.
Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια αλλά δεν μπορούμε να ανακαινίσουμε τον κόσμο ώσπου να του δώσουμε ένα νέο λεξικό.
Ας πάψουν οι ρεαλιστές να διαμαρτύρονται: το νέο λεξικό που έχουμε ανάγκη γράφεται λίγο-λίγο με το αίμα της μάχης και τις κραυγές της Επανάστασης.
Η μοναδική μας ελπίδα είναι αυτή: ότι αν κανείς σκεφτεί λίγο, θα μπορούσε να κάνει πολλάπρος την οδό της αποτροπής αιματοχυσίας.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούν οι δημοσιογράφοι δεν χαρίζονται πάντοτε στις πολύ βαθυστόχαστες σκέψεις. Οι δημοσιογράφοι κάνουν ό,τι μπορούν και –επειδή, όπως και οι Θεοί, σφάλλουν κι αυτοί– τουλάχιστον μπορούν να πετούν λίγες ιδέες αντί για νομίσματα «κορώνα-γράμματα» στον αέρα ώστε άλλοι να μπορούν να τις αναπτύσσουν σε πιο αποδοτικά εργαλεία.
Το ιδεώδες για τους πολιτικούς δημοσιογράφους της χώρας
θα ήταν να επιστρέψουν για λίγο σε μιαν εθελούσια σιωπή –αυτή είναι αδύνατη, όμως.
Η Ιστορία το απαγορεύει.
Από την άποψην αυτή, η δημόσια ζωή της Γαλλίας θα συνεχίσει να είναι αναμφίβολα αυτό που είναι: δηλ. μια αρένα στην οποία πανίσχυρες ορθοδοξίες
βρίσκονται αντιμέτωπες η μια με την άλλη
ενώ λίγες μοναχικές φωνές επιχειρούν να ακουστούν.
Κατά τα λοιπά, οι ενδείξεις είναι απαισιόδοξες.
Τα γράμματα που μια εφημερίδα λαμβάνει δεν της λένε για την άποψη της κοινής γνώμης αλλά για την άποψη των αναγνωστών της.
Και πάλι, ένας συγκεκριμένος τόνος και μια δέσμη βασικών προαπαιτούμενων για τα οποία όλοι συμφωνούν, παρέχουν χρήσιμη πληροφόρηση.
Με τον τρόπον αυτό, γνωρίζουμε ότι χιλιάδες άνδρες και γυναίκες ενώνονται μαζί μας στην θεμελιώδη μας ανάγκη.
Πειθόμαστε ολοένα και περισσότερο ότι τα βασανιστικά παιχνίδια της παραδοσιακής πολιτικής διαπερνούν τον νου των ανθρώπων και δεν ανταποκρίνονται στις επιθυμίες τους.
Και, άρα, ο κόσμος έχει δίκιο,
αυτός είναι που –εξασκώντας την βούλησή του– θα σώσει την Γαλλία, αργά αλλά με σιγουριά.
Ναι, έχουμε απεριόριστη εμπιστοσύνη στον λαό αυτής της χώρας.
Αυτή είναι η μεγάλη βεβαιότητα που αποκτούμε από αυτό το πρώτο έτος της εργασίας μας.
Τα λοιπά θα ακολουθήσουν όταν έρθει η ώρα.
Οι άνθρωποι κουράζουν, βασανίζουν, προσβάλλουν και ακρωτηριάζουν ο ένας τον άλλονστην επιδίωξη ενός στόχου που –ακόμα και οι Θεοί– δεν τον αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα.Αυτός ο στόχος, όμως, εγκατοικεί πάντοτε μέσα στον ίδιον τον άνθρωπο: στην πραγματικότητα, η εκπλήρωση του στόχου αυτού είναι ο άνθρωπος και η απελευθέρωσή του.
Ολόκληρη η ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία της ελευθερίας.
Το ξέραμε αυτό πέρυσι στην μεγάλη έκσταση της εξέγερσης.
Έκτοτε, συνέβη να το μάθουμε ακόμη καλύτερα ενώ ξέρουμε, επίσης, ότι η μακρά αναζήτησηκαι δίψα της ελευθερίας είναι μια κολασμένη μάχη, στην οποία ακόμα και οι καλές προθέσεις μπορούν να επιφέρουν πλήγματα.
Αυτή η νέα γνώση δεν είναι κάτι το ευκαταφρόνητο: έχουμε μάθει ότι πρέπει να σκεπτόμαστε εντατικά, να προσέχουμε την παρορμητικότητά μας και να μην εγκαταλείπουμε την ελπίδα στους άλλους.
Ολοκληρώνουμε, άρα, με την σκέψη ότι –όσο απογοητευτικό κι αν ήταν το έτος αυτό που πέρασε– ήταν ωστόσο καρποφόρο.
Το αύριο θα είναι καλύτερο.

«ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ

COMBAT”, 11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: Το κείμενο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με όλες τις συνταγματικές πτυχές των τίτλων του έργου του δημοσιογράφου-συγγραφέα περί Κυβέρνησης, Τύπου και Χριστιανισμού: «Η ΣΑΡΚΑ», «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική», «Λογοκρισία, προπαγάνδα και Αποκάλυψη»«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ», «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», «Ο ΑΡΝΗΣΙΘΡΗΣΚΟΣ», «Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ» και με όλο το σώμα άρθρων περί Ε.Ε. και Ισπανίας. Το κλειδί βρίσκεται στο αδημοσίευτο άρθρο του δημοσιογράφου-συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAΤ και είναι το μοναδικό κείμενο από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα –Copyright by Albert Camus and CombatRights of reproduction reserved for all countries.


Η κατάσταση στον Τύπο θέτει ορισμένα προβλήματα.
Αυτά τα προβλήματα είναι αλήθεια ότι έχουν συζητηθεί στον Τύπο και το κοινό έχει καταβάλει προσπάθειες να τα κατανοήσει, ορισμένες φορές με βιασύνη και σε άλλες εποχές με αγωνία.
Προφανώς, η συζήτηση έμοιαζε λίγο ως μια οικογενειακή διαμάχη και όλοι ξέρουν ότι θα έπρεπε να αφιερώνουμε περισσότερον χώρο σε αποστολές κειμένων από τους πολεμικούς μας ανταποκριτές, ακόμα και αν ακόμα δεν έχουν λάβει τις διαπιστεύσεις τους και τις άδειές τους.
Εάν, όμως, πρόκειται να καλύψουν οι εφημερίδες τον πόλεμον αυτόν, θα πρέπει πρώτα να έχει κανείς εφημερίδες στην ιδιοκτησία του –αληθινές και πραγματικές εφημερίδες, δηλαδή.
Είναι εμφανές ότι το εκδοτικό θέμα που τίθεται εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο, εφόσον είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η κατ’ εξοχήν ύπαρξη του νέου Τύπου.
Γιατί να μην προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε προς το κοινό –με λέξεις μετρημένες– τους λόγους της ανησυχίας μας;
Και γιατί να μην πούμε καθαρά, χάρη παραδείγματος, ότι επίκειται σύντομα να ακουστεί η κλαγγή της σύγκρουσης των όπλων ανάμεσα στον νέο Τύπο και στον παλαιό;
Στην πραγματικότητα, γίνεται λόγος για την αναβίωση παλαιών ονομάτων.
Εν γένει, ύστερα από σκέψη, είμαστε αντιτιθέμενοι σε αυτήν.
Αυτό για το οποίο το κοινό δεν έχει αρκετή επίγνωση είναι ότι η δημοσιογραφία αποτελεί το μοναδικό πεδίο της εθνικής μας ζωής που έχει υποστεί πλήρη κάθαρση –και αυτό επειδή κατά την διάρκεια της εξέγερσης το προσωπικό των εφημερίδων πλήρωσε πλήρως για τα δικά του κακώς κείμενα.
Η λυτρωτική αυτή εκκαθάριση έλαβε χώρα σε μια μόνον ημέρα.
Το πλεονέκτημά της έναντι των υπολοίπων μορφών εκκαθάρισης ήταν ότι αυτή ήταν πιο ριζοσπαστική. Οι εφημερίδες που σήμερα εκδίδονται μπορεί να έχουν τα λάθη τους αλλά, τουλάχιστον, υποστηρίζονται κατ’ αποκλειστικότητα με διαδικασίες που προέρχονται από τις πωλήσεις τους.
Η Γαλλία έχει τώρα έναν Τύπο απελευθερωμένο από την δύναμη του χρήματος για πρώτη φορά μετά 100 έτη.
Ομολογούμε ότι έχουμε ερωτευθεί αυτήν την επανάσταση.
Επιπλέον, είμαστε εν γένει καχύποπτοι με τους παλαιούς τίτλους.
Υπάρχουν διακρίσεις που πρέπει να γίνουν, από την άποψην αυτή.
Υπάρχουν εφημερίδες που δεν αντιλήφθηκαν τίποτε να είναι λάθος στην συνέχιση της κυκλοφορίας τους κατά την διάρκεια της Κατοχής (είτε στην Βόρειο ζώνη μετά τον Ιούνιο 1940 είτε στην Νότιο ζώνη μετά τον Νοέμβριο 1942). Όσον αφορά τις εφημερίδες αυτές, συγχωρέστε μας εάν πούμε απλώς ότι δεν επιθυμούμε πια να έχουμε καμιά σχέση μαζί τους.
Υπάρχουν άλλες εφημερίδες που δεν συνέχισαν την έκδοσή τους κατά την διάρκεια της Κατοχής.
Πρέπει, ωστόσο, να διακριθούν 2 περιπτώσεις.
Είναι αυτές που θαρραλέα «καταδύθηκαν» για να μην χάσουν ποτέ την τιμή τους: η Le Figaro και η Le Progrès de Lyon.
Έχουν θέση ανάμεσά μας –και την καταλαμβάνουν με θαυμαστήν επιδεξιότητα και αξιοπρέπεια που πάντοτε μπορούμε να επωφελούμαστε                  από την εμπειρία τους.
Ακόμα πιο σημαντικό, δεν αναμείναμε καμιά επίσημη γραφειοκρατική απόφαση για να τις καλωσορίσουμε πίσω –και το κάναμε ευχαρίστως.
Υπάρχουν κι άλλες εφημερίδες που δεν εκδίδονταν κατά την κατοχή επειδή δεν είχαν την άδεια, παρά τις διαπραγματεύσεις τους με τις αρχές των Γερμανών.
Υπάρχουν, επίσης, άλλες που δεν συνέχισαν να κυκλοφορούν αλλά νοίκιασαν τον εξοπλισμό και τα γραφεία τους στους κατέχοντες και σπεκούλαραν για κέρδος σε μιαν κατάσταση από την οποία δεν μπορούσαν να αντλήσουν πρεστίζ πλέον. Έχουμε σταθερή βάση ώστε να πούμε ότι, για την περίπτωσή τους, η ετυμηγορία είναι προαποφασισμένη.
Λένε ορισμένοι ότι αυτά τα παλαιά ονόματα θα μπορούσαν –με νέο προσωπικό– να συνεχίσουν την έκδοση.
Δεν βλέπουμε κάποιον αξιοσημείωτο λόγον, όμως, να προσθέσουμε στην όλη συγκεχυμένη κατάσταση. Ο λόγος που δίδεται για την πρόταση αυτή είναι ότι το κοινό είναι συνηθισμένο στα παλαιά ονόματα.
Η απάντηση σε αυτό είναι ότι το κοινό θα συνηθίσει στα νέα ονόματα. Εάν υπάρχουν άνθρωποι που οπωσδήποτε πρέπει να διαβάσουν μιαν εφημερίδα που δεν πήγασε από την Αντίσταση, μπορούν να αγοράσουν την Le Figaro που είναι αρκετά καλή. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό ξεκινά από τον εισαγωγικό συλλογισμό ότι το κοινό είναι εκ φύσεως αδρανές.
Η άποψη αυτή ήταν του συρμού προπολεμικά σε αυτές τις παλαιές εφημερίδες ακριβώς αλλά την τελευταία 4ετία τέθηκε εκτός μόδας.
Η πρώτη ικανή συνθήκη για να γίνει κανείς καλός ανεξάρτητος δημοσιογράφος είναι να μάθει να μην επιδεικνύει περιφρόνηση προς την κρίση του αναγνώστη.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο είναι το επιχείρημα ότι αναμφιβόλως θα υπάρξουν κάποιοι που λένε ότι λόγω φόβου προς τον ανταγωνισμό παίρνουμε την θέση αυτή.
Με άλλες λέξεις, στην περίπτωση αυτή είμαστε μεις που υποτίθεται ότι είμαστε αξιόκριτοι.
Ας πούμε απλώς και μόνον αυτό: έχουμε πληρώσει με μονάκριβην αγάπη ό,τι έχουμε κερδίσει.
Ελπίζουμε ότι το τίμημα που πλήρωσαν οι δημοσιογράφοι στον βωμό της ελευθερίας θα τους αποδώσει πίσω –αν μη τι άλλο– την εκτίμηση όσων ενδιαφέρονται γι’ αυτούς.
Ξέρουμε στα μύχια της καρδιάς μας ότι πάντοτε θα αποδεχόμαστε (και θα αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό) τον συναγωνισμό ως προς το ταλέντο. Αυτό που δεν θέλουμε πια είναι ο ανταγωνισμός ως προς τα χρήματα.
Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την φωνή της λογικής και ό,τι είναι υπέρ του εθνικού συμφέροντος.
Δεν βλέπουμε τίποτε που να αξίζει κάτι άλλο –πέραν της μετάνοιας και της απαξίας– στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν εναντίον μας.
Αν δεν μπορέσουμε να έχουμε κατανόηση, τότε ζητούμε να επιδειχθεί μια μικρή υπομονή.
Ας επιτραπεί πίστωση στον νέο Τύπο χρόνου ώστε να αποδείξει την αξία του παρά τα λάθη για τα οποία έχει επίγνωση.
Είμαστε τόσο τολμηροί ώστε να υποσημειώσουμε ότι, για την απονομή χάριτος από την ποινή του θανάτου, υπάρχει βάση σε ό,τι κατόρθωσε ο νέος Τύπος μετά τον Ιούνιο 1940.

«ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ “COMBAT”, 16 ΜΑΡΤΙΟΥ 1945
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με τις αναφορές σε κατάθεση του συγγραφέα σε μιαν σειρά άρθρων και, κυρίως, στην «ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», στον επίλογο της «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ», στο «ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ» και , ειδικά, στην εισαγωγή στον «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ». Ως προς την δημοσιογραφία και τον Χριστιανισμό, πρέπει να ενωθεί με τα άρθρα «ΠΕΣΣΙΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Η πηγή της συνταγματικής νομιμοποίησης», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική», «Λογοκρισία, προπαγάνδα και Αποκάλυψη»«Το πείραμα Χίτλερ: Ξίφος, Ζυγός και Γόρδιος δεσμός», «Το ξίφος ως σύμβολο του κυβερνήτου», «Το ξίφος της Αποκάλυψης και η Ιστορία», «Ο Σταυρός του Μαρτυρίου», «Η φόρμουλα πανάκειας των Θεών της Γερμανίας», «Ο χειρισμός της φόρμουλας της ελευθερίας» και –σε σύνδεση με το έργο Καίσλερ «Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ»– με το έργο Όργουελ περί λειτουργίας ως κυβερνητικού και εκκλησιαστικού οργάνου του Υπουργείου Πληροφοριών Μ.Ο.Ι. («1984), της COMBAT, του Μανιφέστο του Vendotene (1941) των Spinelli-Camus και του Σχεδίου Συνθήκης Spinelli για το Σύνταγμα της Ε.Ε. που έχει ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1984.
2. Τα Σημειωματάρια της Χριστιανικής Μαρτυρίας-Cahiers du témoignage chrétien (που εξελίχθηκαν σε Témoignage chrétien μετά την Απελευθέρωση) ιδρύθηκαν τον Νοέμβριο του 1941 από τον Πατέρα Pierre Chaille, Ιησουΐτη θεολόγο, με σκοπό να δώσουν πνοή στην «πνευματική αντίσταση» προς τον Ναζισμό. Με άρθρο του στις 16/3/1945 στην Témoignage chrétien με τίτλο «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ DEBATE», ο Πατήρ Chaillet υπερασπίζεται τον P.HTeitgen έναντι της κριτικής του συγγραφέα των κυρίων άρθρων της Combat. Ο Paul ή Pierre-Henri Teitgen ήταν Καθολικός, από τους ιδρυτικούς ηγέτες του Χριστιανικού Δημοκρατικού Κόμματος (Mouvement Républicain Populaire) τον Νοέμβριο 1944 και είχε απαγορεύσει την έκδοση εφημερίδων που κυκλοφορούσαν σε συνεργασία με Γερμανούς. Μπορούν αυτά όλα να συγκριθούν με τις αναφορές σε Διδασκαλία των 12 Αποστόλων ή Διδαχή στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και με τα ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ 3: Carnets IIImars 1951-décembre 1959”, edGallimard, 1989
3. Το θέμα της επιστημονικής έρευνας των κοινωνιών πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν σε σχέση με το αρμόδιο κυβερνητικό όργανο, το ενημερωτικό δελτίο του Υπουργείου Πληροφόρησης (Ministry of Information-M.O.I.) που είναι κοινό σε Όργουελ («1984) και Καμύ (“COMBAT”), την όλη φιλοσοφία του οργανισμού με τον τίτλο «ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.» και την θέση σε ισχύ του όλου Λειτουργικού Συστήματος με βάση το Κ.Π.Σ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κλειδί που ρίχνει φως βρίσκεται στο αδημοσίευτο άρθρο του δημοσιογράφου-συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAΤ και είναι το μοναδικό κείμενο από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα –Copyright by Albert Camus and CombatRights of reproduction reserved for all countries.

Στην Témoignage chrétieno Πατήρ Chaillet είχε την ευγενή καλοσύνη να σχολιάσει την θέση μας από την οπτική του τωρινού υπουργού που ασκεί το λειτούργημα της πληροφόρησης.
Έχει τρόπους αριστοκράτη τζέντλμαν αλλά έχει καταφέρει να μπερδέψει                         έναν αριθμό διαφορετικών πραγμάτων.
Ιδιαιτέρως θα θέλαμε να τον διαβεβαιώσουμε ότι είναι απολύτως δυνατό να έχουμε γνώμη για τους γραπτούς νόμους και κώδικες του Τύπου καθώς και για την χρηστικότητα ενός λειτουργού του Τύπου δίχως κατ’ ανάγκην να γίνεται επίκληση προς μιαν φιλοσοφία της μοναξιάς και της ειρωνείας.
Θα μαρτυρούσε αφέλεια μάλλον εάν υποστηρίζαμε το αντίθετο. Ό,τι κι αν αξίζει ή είναι η φιλοσοφία μας, υποθέτοντας ότι όλοι έχουμε εξίσου μια κοινή, μπορούμε να βεβαιώσουμε την Témoignage chrétien ότι δεν βασιζόμαστε σ’ αυτήν την φιλοσοφία για να συναλλαγούμε σε όλες τις περιπέτειες της ζωής.
Δεν είμαστε δα και τόσον εμπνευσμένοι.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε κατά πρόσωπο είναι πρωταρχικά πρόβλημα πρακτικών.
Το ζητούμενο είναι ένας κώδικας νόμων που ο υπουργός πληροφόρησης είχε 6 μήνες στην διάθεσή του για να προετοιμάσει και τώρα μας λέει ότι βρίσκεται μόνο στο στάδιο των προκαταρκτικών.
Φοβούμαστε ότι αυτό σημαίνει μεγάλη καθυστέρηση.
Ο Πατήρ Chaillet αναρωτιέται, απορεί και θαυμάζει εάν αυτό το καταστατικό θα είναι αρκετό για να εμποδίσει τα επενδεδυμένα σε χρήμα συμφέροντα να βάλουν χέρι στις υποθέσεις του Τύπου.
Κατά την άποψή μας, αυτά τα ερωτήματα δεν είναι σωστά.
Αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμιά σιγουριά ότι η διευθέτηση αυτών των ατομικών διαφορών και χρεών θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα ενώ, άλλωστε, δεν έχουμε τόσο μεγάλην αφέλεια ώστε να πιστεύουμε ότι οι οργανωμένοι θεσμοί –ακόμα και οι καλοδουλεμένοι θεσμοί– μπορούν αφ’ εαυτών να υποτάξουν τα συμφέροντα.
Αυτό που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι τα χρήματα έχουν τον τρόπο τους –εκτός κι αν υϊοθετηθεί ένα αριστοτεχνικά σχεδιασμένο αμάλγαμα συντακτικό για την φιλοσοφία της επιχείρησής μας. Ο Πατήρ Chaillet μπορεί να μας πιστέψει όταν λέμε ότι είμαστε σίγουροι για 2-3 πράγματα που τίποτε δεν έχουν να κάνουν με την φιλοσοφία.
Εάν οι κανονισμοί περί της πώλησης του χάρτου επρόκειτο να καταργηθούν αύριο, θα επιστρέφαμε στο προπολεμικό καθεστώς Τύπου και ο ανεξάρτητος Τύπος θα έπαυε να υπάρχει σ’ αυτήν την χώρα.
Για να παραθέσουμε 1 μόνο παράδειγμα, κάθε βαρώνος του Τύπου προετοιμασμένος να κάνει τις απαραίτητες οικονομικές θυσίες για την απαιτούμενη περίοδο του χρόνου, θα μπορούσε να τυπώνει εφημερίδες 12 σελίδων και να τις πουλά στην ίδιαν τιμή με τις εκδόσεις των 4-6 σελίδων οπότε η κυκλοφορία του χάρτου για τις δημοσιεύσεις των φίλων μας και των φίλων του Πατρός Chaillet θα κατέρρεε εντός λίγων μηνών.
Εάν η λειτουργία ενός νέου θεσμού δεν προχωρήσει στην απαγόρευση αυτών των πρακτικών ή δεν αναγκάσει τους προμηθευτές χάρτου να χρεώσουν τους εκδότες των εφημερίδων 12 σελίδων 3 φορές περισσότερο σε σύγκριση με την χρέωση των εκδοτών εφημερίδων 4 σελίδων, τότε οι νεκροί σύντροφοί μας θα έχουν θυσιαστεί εις μάτην.
Η Γαλλία θα επιστρέψει στα ίδια παλαιά ψέματα όπως και πριν.
Αυτό το απλό παράδειγμα θα έπρεπε να αρκεί για να δικαιολογήσει την δριμεία κριτική μας προς τον κ. Teitgen. Οπωσδήποτε, θα αποδείκνυε ότι εμπνεόμαστε κατ’ αποκλειστικότητα από το γενικότερο συμφέρον για το κοινό, το δημόσιο καλό. Η προσωπικότητα του συγκεκριμένου λειτουργού του δημοσίου μικρό ενδιαφέρον έχει για εμάς αλλά αποκτά μεγάλη αξία το τι έχει κάνει και, πάνω απ’ όλα, το τι δεν έχει κάνει.
Αντίθετα με τις απόψεις του αξιέραστου αντιδίκου μας, δεν αποτελεί συμβολικό νόμισμα, δείγμα και τεκμήριο απόγνωσης το να κρίνουμε τον λειτουργόν αυτόν του Τύπου κατ’ αποκλειστικότητα από το τι έχει κάνει.
Με βάση την ορολογία που ταιριάζει στην ανθρωπιά, είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ότι πάντοτε πρέπει να καταγράφονται οι πράξεις και οι λογαριασμοί που είχε στο παρελθόν ένας άνθρωπος ενώ οι πράξεις ενός δημόσιου λειτουργού δεν είναι δυνατόν να κρίνονται με βάση τους συναισθηματισμούς.
Εν τέλει, όταν λέμε ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι της Αντίστασης έπραξαν ό,τι έπρεπε ώστε να προκαλέσουν μιαν Επανάσταση στον Τύπο, δεν αναφερόμαστε σε ό,τι έκαναν μετά την Απελευθέρωση (είμαστε σε κατάλληλη θέση να ξέρουμε ότι, από την άποψην αυτή, δεν αποτελούσαν σε όλες τις περιπτώσεις το φωτεινό παράδειγμα) αλλά αναφερόμαστε μόνο σε ό,τι έκανε ο Αντιστασιακός Τύπος κατά την διάρκεια της εξέγερσης, τότε που πέτυχε σε κάθε αντικειμενικό σκοπό που του ανατέθηκε.
Έκτοτε, ανέμενε τον συγκεκριμένον λειτουργό του Τύπου για να εγκαινιάσει –με τον καθαγιασμό της δικής του λειτουργίας– εκείνην του την νίκη.
Το μυαλό του λειτουργού ήταν αλλού, όμως, στραμμένο και είναι λόγω αυτού του αντιπερισπασμού που αποσύρουμε την ψήφο εμπιστοσύνης μας.
Ώστε οι φίλοι μας από την Témoignage chrétien θα πρέπει να μπορούν να δουν τέλεια και ξεκάθαρα ότι η φιλοσοφία δεν έχει τίποτε να κάνει με την δική μας θέση.
Ωστόσο, μια πολιτική τόσο γριφώδης και φανερά μπερδεμένη λόγω έλλειψης συνοχής θα μπορούσε να μας οδηγήσει κάλλιστα να υϊοθετήσουμε μιαν φιλοσοφία όπου θα διαδραμάτιζε υπερβολικό ρόλο η πικρία –εάν δεν υπήρχε η λελογισμένη πίστη μας στον άνθρωπο η οποία θέλει ως πρωταρχικήν αρετή τ’ ανθρώπου το πείσμα και την επιμονή.

«Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΡΩΣΣΙΑ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

Observer, 15 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1948

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με την σειρά κειμένων της Σιμόν Βέϊλ όπου αναλύεται πλήρως η θεωρία του Μαρξ καθώς και με τα άρθρα του Όργουελ («ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», «Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ», «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ», «ΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». Βλ. και την μετάφραση της διπλωματικής εργασίας του Καμύ με τίτλο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και τα έργα του 1948). Προσοχή, όπως είναι εύλογο, πρέπει να δοθεί στην επιστημονική σύνδεση της θεωρίας περί κεφαλαίων του Μαρξ με το κίνημα των ρητών του Χριστού σε σχέση κυρίως με τα Αγγλικά των βιβλίων και τα Ελληνικά του Ευαγγελίου.

Η λέξη «Κομμουνισμός» –σε αντίθεση με τον «Φασισμό» – ποτέ δεν εξέπεσε σε μιαν έννοια
που να χρησιμοποιείται καταχρηστικά και δίχως νόημα.
Ωστόσο, ενυπάρχει σ’ αυτήν μια ορισμένη ασάφεια, πράγματι,
και σημαίνει τουλάχιστον 2 διαφορετικά πράγματα που μόνο σπάνια συνδέονταν μεταξύ τους:
μια πολιτική θεωρία και ένα πολιτικό κίνημα,
κίνημα ο οποίο κατά κανέναν τρόπο δεν θέτει σε εφαρμογή την θεωρία.
Όπως αποδεικνύεται κατά τα φαινόμενα, τα έργα και οι πράξεις
της Κομινφορμ θα μπορούσαν να ομοιάζουν ως πιο σημαντικές από τις προφητείες του Μαρξ
αλλά –όπως ο κ. John Plamenatz μας υπενθυμίζει
στο προσφάτως δημοσιευθέν του βιβλίο με τίτλο «ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ» το 1947–
το αρχικό όραμα του Κομμουνισμού δεν πρέπει ποτέ να λησμονηθεί,
εφόσον παραμένει η δύναμη που εφοδιάζει εκατομμύρια οπαδούς με πίστη
και, άρα, με την ισχύ να δράσουν.
Οι αρχές
Στις πηγές του ο «Κομμουνσιμός» σήμαινε μιαν ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία
που στηριζόταν στο αξίωμα «Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ο Μαρξ κατέστησε εφικτό αυτό το όραμα, κάνοντάς το τμήμα μιας κατά τα φαινόμενα
αναπόφευκτης ιστορικής διαδικασίας/προτσές: η κοινωνία επρόκειτο να ξεπέσει
σε μιαν ελάχιστη τάξη κατεχόντων και σε μια τεράστια τάξη μη-προνομιούχων
και –κάποιαν μέρα, σχεδόν αυτομάτως– οι μη κατέχοντες επρόκειτο να αναλάβουν την εξουσία.
Λίγες μόνο δεκαετίες ύστερα από τον θάνατο του Μαρξ, ξέσπασε η Ρωσσική Επανάσταση
και οι άνθρωποι που τέθηκαν επικεφαλής αυτοανακηρύχθηκαν και πίστεψαν
πως οι ίδιοι ήταν οι πιο πιστοί μαθητές του Μαρξ.
Η επιτυχία τους, όμως, εξαρτήθηκε στην πραγματικότητα από το γεγονός ότι εγκατέλειψαν
ένα μεγάλο τμήμα του κηρύγματος του διδασκάλου τους.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι η επανάσταση θα γινόταν πρώτα στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες.
Τώρα είναι σαφές ότι αυτό ήταν λάθος –αλλά ήταν σωστός
υπό την έννοια ότι το είδος της επανάστασης που προέβλεψε
δεν μπορούσε να συμβεί σε μια μη-προοδευμένη χώρα όπως η Ρωσσία
όπου οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν μια μειοψηφία.
Ο Μαρξ είχε οραματιστεί ένα συντριπτικά ισχυρό προλεταριάτο
που θα εκκαθάριζε και θα έβαζε στην άκρη ένα μικρό γκρουπ αντιπάλων
και, κατόπιν, θα κυβερνούσε δημοκρατικά μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Αυτό που πραγματικά συνέβη στην Ρωσσία ήταν η αρπαγή της εξουσίας
από ένα μικρό σώμα αταξικών, επαγγελματιών επαναστατών
που ισχυρίστηκαν ότι αντιπροσώπευαν τον απλό κόσμο
αλλά δεν είχαν εκλεγεί από αυτόν ούτε ήταν υπόλογοι σε αυτόν.
Από την οπτική πλευρά του Λένιν, αυτό ήταν αναπόφευκτο:
αυτός και η ομάδα του θα έπρεπε να παραμείνουν στην εξουσία
εφόσον αυτοί αποκλειστικά ήταν οι αληθινοί κληρονόμοι της Μαρξιστικής διδασκαλίας
και ήταν φανερό ότι δεν θα μπορούσαν να μείνουν στην εξουσία με δημοκρατικό τρόπο.
Η δικτατορία του προλεταριάτου
έπρεπε να σημαίνει την δικτατορία μιας χούφτας διανοουμένων
που θα κυβερνούσαν μέσω τρομοκρατίας.
Η Επανάσταση διεσώθη,
έκτοτε όμως το Κ.Κ. Ρωσσίας εξελίχθηκε προς μια κατεύθυνση στην οποία πιθανόν
ο Λένιν δεν θα είχε συγκατατεθεί, εάν είχε ζήσει περισσότερο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Ρώσσοι Κομμουνιστές εξελίχθηκαν αναγκαστικά σε μια μόνιμη άρχουσα κάστα
ή ολιγαρχία, της οποίας τα νεοσύλλεκτα μέλη δεν εγγράφονταν εκ γενετής αλλά μέσω υϊοθεσίας.
Αφού δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν την ανάπτυξη αντιπολίτευσης,
δεν μπορούσαν να επιτρέψουν την αγνή κριτική και, εφόσον φίμωσαν την κριτική,
έκαναν συχνά λάθη που έπρεπε να είχαν αποφευχθεί.
Κατόπιν, επειδή δεν μπορούσαν να παραδεχθούν ότι τα λάθη ήταν δικά τους,
έπρεπε να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους (μερικές φορές , το έκαναν σε τεράστια κλίμακα).
Η κατάληξη είναι ότι η δικτατορία έγινε πιο σκληρή καθώς το καθεστώς γινόταν πιο ασφαλές
και ότι η Ρωσσία είναι σήμερα ίσως πιο μακριά από τον Σοσιαλισμό της ισότητας
απ’ ό,τι ήταν πριν 80 χρόνια.
Όμως, όπως μας προειδοποιεί ορθά ο κ. Plamenatz:
ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν θα έπρεπε να φανταστούμε ότι έσβησε η αρχική φλόγα.
Οι Κομμουνιστές μπορεί να παρέκκλιναν από τους σκοπούς τους
αλλά δεν έχουν χάσει την μυστικιστική τους.
Η πίστη ότι αυτοί –και μάλιστα αυτοί κατ’ αποκλειστικότητα–
είναι οι λυτρωτές της ανθρωπότητας
είναι πιο αναμφισβήτητη από ποτέ.
Στα έτη 1935-9 και 1941-4 ήταν εύκολο να πιστεύει κανείς ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε εγκαταλείψει την ιδέα
περί παγκόσμιας επανάστασης
αλλά τώρα είναι σαφές ότι δεν είναι αυτό το θέμα: η ιδέα ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε ούτε λησμονήθηκε:
απλά, τροποποιήθηκε ώστε η «επανάσταση» να τείνει ολοένα και περισσότερο να σημαίνει
«κατάκτηση».
Το μέλλον
Αναπόφευκτα, είναι αναμφίβολο ότι σε ένα τόσο σύντομο βιβλίο
ο κ. Plamenatz περιορίζεται σε μιαν όψη του θέματός του
και αναφέρεται ελάχιστα στον ρόλο και στον χαρακτήρα των Κομμουνιστικών κομμάτων εκτός Ε.Σ.Σ.Δ.
Σπάνια, επίσης, θίγει το ζήτημα εάν το Ρωσσικό καθεστώς θα γίνει –ή εάν πράγματι μπορεί να γίνει–
οικειοθελώς πιο φιλελεύθερο.
Αυτό το έσχατο ζήτημα είναι εξαιρετικής σημασίας αλλά, λόγω έλλειψης δεδικασμένων,
μόνον υποθέσεις μπορεί να κάνει κάποιος για την απάντηση.
Στο ενδιάμεσο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι
με ένα παγκόσμιο πολιτικό κίνημα
το οποίο απειλεί την ίδια την ύπαρξη του Δυτικού πολιτισμού
και το οποίο δεν έχει χάσει καθόλου την ζωτικότητά του επειδή, κατά μίαν έννοια, διεφθάρη στην πορεία.
Ο κ. Plamenatz συμπεραίνει με θλίψη ότι, αν και η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν θα επισπεύσει έναν επιθετικό πόλεμο
κατά της Δύσης, οι κυβερνήτες της θα θεωρήσουν ως αναπόφευκτη μια μάχη έως τον θάνατο
και δεν θα φτάσουν ποτέ σε μια πραγματική συμφωνία με εκείνους που θεωρούν φυσικούς εχθρούς τους.
Όπως ο Διοικητής Stephen King-Hall λέει στον Πρόλογό του,
είναι σαφές ότι αν θέλουμε να πολεμήσουμε τον Κομμουνισμό, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κατανόησή του.
Ωστόσο, πέρα από το να τον καταλάβουμε, εντοπίζεται το ακόμα πιο δύσκολο έργο να μας καταλάβουν
και –ένα πρόβλημα που ελάχιστοι άνθρωποι φαίνεται πως έχουν έως τώρα σκεφθεί σοβαρά– είναι
να βρούμε κάποιον τρόπο ώστε να κάνουμε την δική μας γνώμη και οπτική γνωστή στον Ρωσσικό λαό.


«ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

Tribune, 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να συγκριθεί ειδικά με την μετάφραση του θεατρικού του Αλμπέρ Καμύ με τίτλο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» και γενικά με τα άρθρα Καμύ και Όργουελ περί Συνταγματικής Δημοκρατίας, περί Επανάστασης και περί Ελευθερίας, που μαρτυρούν ότι πρόκειται για έργο ενός και μόνον, του ιδίου ανθρώπου. Πρέπει, ακόμα, να συνδεθεί με όλες τις ομιλίες και μεταφράσεις Καμύ-Όργουελ περί Γερμανίας.

Εξετάζοντας την εισαγωγή του Chesterton στο βιβλίο «Δύσκολοι Καιροί» – (παρεμπιπτόντως, οι εισαγωγές
του Τσεστερτον στον Ντίκενς είναι σχεδόν ό,τι καλύτερο έγραψε ποτέ) – σημειώνω την τυπικά γενικευτική δήλωση:
«Δεν υπάρχουν νέες ιδέες».
Ο Τσέστερτον ισχυρίζεται εδώ ότι οι ιδέες που ενέπνευσε η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν νέες
αλλά αποτελούσαν απλά μιαν αναβίωση πεποιθήσεων που είχαν ακμάσει παλιότερα
–και, κατόπιν, εγκαταλείφθηκαν.
Ο ισχυρισμός, όμως, πως «δεν υπάρχει ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»
αποτελεί ένα από τα κοινότοπα επιχειρήματα των ευφυών αντιδραστικών.
Οι απολογητές του Καθολικισμού, πιο συγκεκριμένα, τον χρησιμοποιούν σχεδόν αυτόματα.
Ο,τιδήποτε μπορεί να πεις ή να σκεφτείς έχει ειπωθεί ή έχει γίνει αντικείμενο σκέψεως στο παρελθόν.
Κάθε πολιτική θεωρία –από τον Φιλελευθερισμό ως τον Τροτσκισμό– μπορεί πράγματι να αποδειχθεί
ότι είναι εξέλιξη κάποιας αίρεσης των πρώϊμων ετών της Εκκλησίας.
Κάθε φιλοσοφικό σύστημα, σε ύστατη ανάλυση, εκπηγάζει από τους Έλληνες και τα Ελληνικά.
Κάθε επιστημονική θεωρία (αν είναι να πιστέψουμε τον λαϊκό Τύπο των Καθολικών) είχε δρομολογηθεί
στον 13ο αιώνα από τον Ρότζερ Μπαίηκον και άλλους.
Μερικοί Ινδουϊστές στοχαστές προχωρούν έτι περαιτέρω και ισχυρίζονται πως όχι μόνον όλες
οι επιστημονικές θεωρίες αλλά και όλα τα επιτεύγματα της εφηρμοσμένης επιστήμης
καθώς και τα αεροπλάνα, το ραδιόφωνο όπως επίσης και ολόκληρη η βαλίτσα των κόλπων με τα τρυκ
ήταν γνωστά στους αρχαίους Ινδούς, οι οποίοι ύστερα τις άφησαν όλες
επειδή ήταν ανάξιες της προσοχής τους.
Δεν είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί ότι αυτή η ιδέα
έχει τις ρίζες της στον φόβο της προόδου.
Αν τίποτε δεν υπάρχει «καινόν υπό τον ήλιον»,
εάν το παρελθόν πάντοτε επιστρέφει με την μια μορφή ή την άλλη,
τότε το μέλλον –όταν έρθει– θα είναι κάτι το οικείο.
Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν θα έρθει –αφού ποτέ πριν δεν έχει έρθει–
είναι εκείνο το θεωρούμενο ως το πλέον πολυμίσητο και τρομερό πράγμα:
ο κόσμος των ελευθέρων και ίσων ανθρωπίνων πλασμάτων.
Ιδιαίτερα συμφέρουσα και βολική στους αντιδραστικούς στοχαστές είναι η ιδέα
ενός κυκλικού σύμπαντος,
στο οποίο συμβαίνει η ίδια αλυσίδα των γεγονότων να εξελίσσεται πάλι και πάλι ξανά από την αρχή.
Σε ένα τέτοιο σύμπαν, κάθε φαινομενική εξέλιξη προς την δημοκρατία
σημαίνει απλά ότι ζυγώνει λίγο πιο κοντά η επερχόμενη εποχή της τυραννίας και των προνομίων.
Αυτή η πεποίθηση, όσο κι αν είναι προφανώς βασισμένη σε προλήψεις,
υποστηρίζεται σήμερα ευρέως και είναι κοινή
ανάμεσα στους Φασίστες συνολικά και στους Φασίστες που η καταγωγή τους είναι η Εγγύς Δύση ή Αριστερά.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν νέες ιδέες.
Παραδείγματος χάριν, η ιδέα ότι ένας εξελιγμένος πολιτισμός
δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται εξ ανάγκης στην δουλεία
είναι μια ιδέα σχετικά νέα∙
είναι κατά πολύ νεώτερη από την Χριστιανική θρησκεία.
Ακόμα, όμως, κι αν το απόφθεγμα του Τσέστερτον ήταν αλήθεια, θα ίσχυε μόνο υπό την έννοια ότι
ένα άγαλμα συμπεριλαμβάνεται σε κάθε κομματάκι πέτρας.
Οι ιδέες μπορεί να μην αλλάζουν –αλλά η έμφαση διαρκώς εναλλάσσεται και κινείται.
Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι
το πιο σπουδαίο τμήμα της θεωρίας του Μαρξ εμπεριέχεται στο ρητό
“Where your treasure is, there will your heart be also”  «Όπου γαρ έστιν ο θησαυρός ημώνεκεί έσται και η καρδία ημών»
Πριν, όμως, ο Μαρξ αναπτύξει αυτήν την θεωρία,
τί ισχύ είχε αυτό το απόφθεγμα;
Ποιός το είχε προσέξει;
Ποιός το είχε καταλάβει και είχε συμπεράνει εξ αυτού –πράγμα το οποίο, οπωσδήποτε, υπονοεί–
ότι οι νόμοι, οι θρησκείες και οι ηθικοί κώδικες αποτελούν όλα ένα εποικοδόμημα
χτισμένο πάνω από τις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας;
Ήταν ο Χριστός, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, αυτός που εκστόμισε τα λόγια του κειμένου
αλλά ήταν ο Μαρξ αυτός που τους έδωσε ζωή.
Κι από την στιγμή που το έκανε –και τα έφερε στην ζωή–
τα κίνητρα των πολιτικών, των ιερέων, των δικαστών, των ηθικολόγων και των εκατομμυριούχων
έχουν τεθεί πλέον κάτω από την βαθύτατη υποψία:
κάτι το οποίο εξηγεί, φυσικά, γιατί τον μισούν τόσο πολύ.





«Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή:
Το κείμενο αυτό είναι κομβικό σε σχέση με το σύνολο των κειμένων του δημοσιογράφου με θέμα, από την μια πλευρά, τον Τύπο («Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική») και, από τις άλλες πλευρές, διακλαδώνεται και συνδέεται με θέματα όπως την Ευρώπη, το Σύνταγμα, την Δημοκρατία, την Αντίσταση, την Κρίση και την Αποκάλυψη. Για την διασύνδεση της ημέρας της Ευρώπης και την παράδοση της Γερμανίας βλ. τα άρθρα «ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ», «ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ: Μνήμες για εικονογράφηση από τον Μποτιτσέλλι»«Λογοκρισία, Προπαγάνδα και Αποκάλυψη»«Το πείραμα Χίτλερ: Ξίφος, Ζυγός και Γόρδιος δεσμός», «Το ξίφος ως σύμβολο του κυβερνήτη», «Ο Σταυρός του Μαρτυρίου», «Η φόρμουλα πανάκειας των Θεών της Γερμανίας», «Ο χειρισμός της φόρμουλας της ελευθερίας», «Η ποινή του Θανάτου και ο Χριστιανισμός» και την «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ». Αξίζει να συνδεθεί, βέβαια, και με την ενότητα μεταφράσεων περί Χριστιανισμού, γενικότερα. Όπως έχει γραφεί, το Υπουργείο Πληροφοριών M.O.I. είναι κοινό σε Όργουελ (1984) και Καμύ (Combat).


Υπάρχει σε ορισμένα τμήματα της επικρατείας της κυβέρνησης μια πίστη
ότι ο νέος Τύπος αναζητά να του αναγνωριστεί ένα μονοπώλιο ως προς την αποτροπή του γεγονότος δημοσίευσης νέων εφημερίδων. Αν αυτό ήταν όντως αλήθεια, θα ήταν ουσιαστικό να σημειωθεί –πρώτα απ’ όλα– ότι ο νέος Τύπος απέτυχε να πετύχει τον σκοπό του: νέες εφημερίδες κάνουν πράγματι την εμφάνισή τους. Επιπλέον, αν ίσχυε η κατηγορία κατά του νέου Τύπου, τότε το θέμα θα ήταν σοβαρό διότι θα μπορούσε να κατηγορηθεί τότε ότι πρόδωσε το δημοκρατικό πνεύμα που αξιώνει ως δικό του.
Πρέπει, άρα, να εξετάσουμε τις δικές μας προθέσεις.
α) Θέλουμε να περιορίσουμε τον Τύπο στο Παρίσι μονίμως σε αυτές τις εφημερίδες που εκδίδονται σήμερα; Η απάντησή μας, με απόλυτη σιγουριά, είναι: όχι.
β) Ή, μετακινούμενοι στο άλλο άκρο, θέλουμε να γυρίσει πίσω ο Γαλλικός Τύπος σε ό,τι ήταν προπολεμικά, δηλαδή σε ένα δημόσιο φόρουμ στο οποίο η γνώμη του ενός ανθρώπου ήταν εξαρτημένη από το χαρτοφυλάκιο ή το πορτοφόλι ενός άλλου; Και πάλι: όχι.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα, είναι εφικτό να φανταστεί κανείς μιαν θέση η οποία θα προστάτευε το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και η οποία, κατά τον ίδιο χρόνο, θα περιόριζε την κατάχρησή του;  
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μιαν δημοκρατία που δεν θα είχε χρέος να επιβάλει καταναγκαστικούς κανόνες αλλά που δεν θα ήταν ευπρόσβλητη από μιαν πολλαπλότητα υπερβολών; Δεν το νομίζουμε.
Είναι, άλλωστε, δυνατόν να διαφωτίσουμε την θέση μας ως προς το ειδικότερο θέμα που έχουμε τώρα ενώπιόν μας. Βρισκόμαστε σε μιαν μεταβατική περίοδο στην οποία όλα επιτρέπονται –τυχοδιωκτισμοί που διευθύνονται προς την κατεύθυνση του δικαίου
και τυχοδιωκτισμοί που διευθύνονται προς την κατεύθυνση του κέρδους.
Αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε θέσεις από την άποψη των θεμάτων της δικαιοσύνης αλλά αυτό κατ’ αποκλειστικότητα και μόνον επειδή δεν υπάρχει νόμος,
είναι απών.
Η δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη νόμου.
Ένας Τύπος ελεύθερος προϋποθέτει νόμους που να ορίζουν το νομικό στάτους, το καθεστώς του Τύπου.
Εδώ και αρκετό καιρό περιμένουμε την κυβέρνηση (στην υπόθεσην αυτή, το Υπουργείο Πληροφόρησης) να εκδώσει και να παρουσιάσει τις οδηγίες περί διακυβέρνησης του Τύπου (2-3 εκ των οποίων είναι αναγκαίες για την υπεράσπιση του Τύπου από την κυριαρχία του χρήματος).
Αυτό που ζητάμε δεν είναι το δικαίωμα να εκδιδόμαστε εμείς μόνο και να εξαιρεθούν όλες οι άλλες εφημερίδες∙ είναι η γνώση σύμφωνα με την οποία όλες οι εφημερίδες είναι ελεύθερες να δημοσιεύονται χωρίς να εγείρονται υποψίες ως προς τα κίνητρά τους και χωρίς να διατρέχουν ρίσκο –το ρίσκο ότι μπορεί τελικά να καταλήξουν να εξυπηρετούν συμφέροντα (με τα οποία δεν θέλουμε πια να έχουμε σχέση) ενώ οι προθέσεις τους είναι αγνές.
Αναμένοντας την δημοσίευση και διάδοση αυτών των διατάξεων περί κυβέρνησης του Τύπου, διαμαρτυρόμαστε με αντικείμενο την δημοσίευση νέων εφημερίδων. Η διαμαρτυρία διευθύνεται όχι τόσο πολύ ενάντια στις ίδιες τις εφημερίδες όσο ενάντια στις συνθήκες υπό τις οποίες αυτές εμφανίζονται.
Αν ισχύει αυτή η οδός σύμφωνα με την οποία εμφανίζονται αυτήν την στιγμή και προς το παρόν τα πράγματα, αυτό δεν συμβαίνει επειδή τα θέλουμε να βρίσκονται καθ’ οδόν σε αυτήν την οδό αλλά επειδή δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί η νομοθεσία του νέου Τύπου.
Η διοίκηση των υπηρεσιών έχει καθυστερήσει να πράξει και, παραδόξως, αυτή η καθυστέρηση λειτουργίας είναι που οδηγεί σήμερα την δημοκρατία σε συμβιβασμό.
Το Υπουργείο Πληροφοριών κάλλιστα μπορεί να αποκριθεί ότι θέλει μα περιμένει τις πράξεις της Νομοθετικής Βουλής. Κατά την άποψή μας, αυτό θα ήταν ατυχές. Αν αυτή είναι η πορεία, όμως, που πρέπει να εκλεγεί,
η Ομοσπονδία Τύπου θα έχει δικαιωθεί που εμμένει στην αντίθεσή της προς την έκδοση και δημοσίευση των νέων εφημερίδων.
Δεν πιστεύουμε ότι το ιδανικό της Γαλλίας είναι να έχει ως αποκλειστικό της όργανο έκφρασης τον Τύπο που βλασταίνει από την Αντίσταση.
Την ώρα που θα είμαστε σίγουροι ότι θα επιτραπεί στις εφημερίδες να κυκλοφορούν και να εκφράζονται με καθαρότητα και τιμιότητα, με χαρά θα δούμε την Δευτέρα Παρουσία νέων ανταγωνιστριών, ακόμα κι αν αποδειχθούν αδιάφορες ή εχθρικές προς την Αντίσταση.
Δεν υπερασπιζόμαστε απλώς θέσεις αλλά μιαν αρχή –και πιστεύουμε, στην πραγματικότητα, ότι αυτή είναι η αρχή της δημοκρατίας.
Όταν η λειτουργία των υπηρεσιών του Δημοσίου μας λυτρώσει τελικά από αυτόν τον κανόνα αγρύπνιας, θα πιστέψουμε ότι έχουμε ολοκληρώσει το καθήκον μας στο περιορισμένο και ειδικό πεδίο μας.
Σήμερα, ο καθένας μας έχει το καθήκον που του ανατέθηκε.
Θα φέρουμε σε πέρας την αποστολή που έπεσε στα χέρια μας –και είναι να στηρίξουμε την ουσιαστική αρχή της δημοκρατίας– ως την ώρα εκείνη που η κυβέρνηση θα δώσει στον κανόνα της δημοκρατίας αυτής την συνοχή ενός νομικού κανόνα που θα μας επιτρέψει να στρέψουμε την προσοχή μας αλλού.
A.C.


«ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1945

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή
Το κείμενο αυτό αναλύει την σύλληψη του έργου του δημοσιογράφου-συγγραφέα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και συνδέεται με την παρουσία του κινήματος COMBAT στο Συμβούλιο Αντίστασης του Ο.Η.Ε. καθώς και την λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης ή Συμβόλου της Εθνικής Αντίστασης το οποίο καλείται “Conseil National de la Résistance”. Ως προς το θέμα της δημοσιογραφίας, πρέπει να ενταχθεί στην συνολική εικόνα που εμφανίζεται από τα άρθρα: «ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», «ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ», «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ», «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «Η ΓΑΛΛΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Η πηγή της συνταγματικής νομιμοποίησης», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»«COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική», «Λογοκρισία, προπαγάνδα και Αποκάλυψη»«ΚΡΑΤΟΣ, ΕΘΝΟΣ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ», «Το ξίφος ως σύμβολο του κυβερνήτου», «Το ξίφος της Αποκάλυψης και η Ιστορία», «Ο Σταυρός του Μαρτυρίου», «Η φόρμουλα πανάκειας των Θεών της Γερμανίας», «Ο χειρισμός της φόρμουλας της ελευθερίας». Συγκρίνετε τα άρθρα Όργουελ «ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ» και «Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» καθώς και τις επαφές της ομάδας Καμύ-Καίσλερ-Όργουελ-Βέϊλ-Μανν-Ζηντ.

Η πρώτη Εθνική Συνέλευση Τύπου άνοιξε χθες τις πύλες της στο Παρίσι.                           Ο Τύπος διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στην δημόσια ζωή αλλά υπάρχουν προβλήματα –τα οποία εισέρχονται στην καρδιά των δραστηριοτήτων του και– που δεν εγείρουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκ μέρους του γενικότερου κοινού.
Είναι καλό που η Συνέλευση έστρεψε άμεσα την προσοχή της στα ζητήματα έκδοσης χάρτου και διανομής του.
Ακόμη και αν οι δημόσιες αποδείξεις μικρή σημασία έχουν σε αυτά τα θέματα, οι έρευνες που ανέλαβε να διεξάγει η Συνέλευση θα διδάξουν μέσω της Γαλλικής γλώσσας ότι αυτό που κοινοτύπως καλείται «ελευθερία του Τύπου» εξαρτάται από πολλούς παράγοντες οι οποίοι δεν βρίσκονται όλοι υπό τον έλεγχο των ιδίων των δημοσιογράφων.
Ειδικά στην περίπτωση αυτή, ο κόσμος θα μπορέσει τελικά να μάθει ότι η πολιτική χάρτου του παραλόγου που έχει θέσει σε λειτουργία το υπουργείο Πληροφόρησης υπονόμευσε την θεωρητική ελευθερία που κατέκτησαν οι δημοσιογράφοι κατά την περίοδο της εξέγερσης.
Δεν θα επεκτείνουμε τον σχολιασμό μας περαιτέρω επ’ αυτής της όψεως των πραγμάτων, όμως. Θα θέλαμε να εκφράσουμε απλώς και μόνο μιαν ευχή. Αφού πρώτα δει και εξετάσει τα τεχνικά προβλήματα που είναι τόσο σημαντικά για το έργο μας, η Συνέλευση του Τύπου να μην διαλυθή εις τα εξ ων συνετέθη χωρίς να πιάσει και να συλλάβει το ουσιαστικό πρόβλημα της αντιστασιακής δημοσιογραφίας: την μέθοδο της πληροφόρησης.
Ελεύθερος Τύπος είναι ο Τύπος που αστυ-νομικεύεται και τηρεί την τάξη                     μόνος του.
Εάν πρόκειται να είμαστε ανώτεροι του Τύπου πριν τον πόλεμο, πρέπει να είμαστε ικανοί να κρίνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Έχουμε ολοκληρώσει, από την άποψην αυτή, την προσδωκόμενη επανάσταση;
Οπωσδήποτε όχι.
Μια ματιά στο Παρίσι στις κυκλοφορίες των βραδυνών εφημερίδων αρκεί να δείξει ότι οι περισσότερες παίρνουν ως μοντέλο την γηρασμένη Paris-Soir ! Αρκεί να ρίξει το βλέμμα του κάποιος στους τεράστιους τίτλους τους, έξω από όλες τις αναλογίες με το περιεχόμενο των πραγματικών τους νέων. Ή, να διαβάσει τα άρθρα τους με μιαν γλώσσα γραμμένη στην οριστική κλίση (ενώ το τηλεγράφημα στο οποίο αναφέρεται το ρεπορτάζ τους είναι υποτακτική) ή σημείωσε την έμφαση στις δηκτικές λεπτομέρειες καθ’ υπερβολή των πραγματικών νέων.
Αυτές που βγαίνουν το πρωΐ είναι, εν γένει, πιο σεμνές. Όμως, οι εφημερίδες που προκαλούνται λιγότερο από τον πειρασμό του αισθησιασμού είναι οι εφημερίδες άποψης. Από την άλλη, είναι πιο ευαίσθητες στα πολιτικά πάθη (κι αυτό ισχύει τόσο για μας όσο και για τις αδελφοποιημένες επιχειρήσεις εκδόσεων). Μπορεί μερικές φορές –και όντως το κάνουν– να χάσουν την ισορροπίας τους όταν τις ενδιαφέρει περισσότερο η προσωπική τους συγκεκριμένη αλήθεια και όχι η αλήθεια εν γένει ή όταν ψάχνονται για να καταγγείλουν τα ψεγάδια των αντιπάλων και όχι να δείξουν τα δυνατά τους σημεία ή να αποδείξουν την πίστη τους στον αναγνώστη.
Μόνο δια μέσου της αρνησικυρίας και της εξέτασης με προσεκτικό τρόπο αυτών των προβλημάτων μπορεί η δημοσιογραφία να κατακτήσει εκ νέου την αξιοπρέπεια που έχασε μέσα σε περιόδους ετών ανειλικρίνειας και εύκαμπτων συμβιβασμών.
Το κοινό εξακολουθεί να χρειάζεται εφημερίδες αλλά όσοι περισσότεροι τις θέλουν τόσο πιο επιφυλακτικές γίνονται.
Η Συνέλευση του Τύπου θα ‘κανε καλά να ασχοληθεί τίμια με το πρόβλημα αυτό ενώ θα μπορούσε να κάνει μιαν επίδειξη των καλών της προθέσεων ως προς τους νέους δημοσιογράφους εάν επεξεργαζόταν έναν επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας και ίδρυε ένα πάνελ επικοινωνίας για να δει εκ του σύνεγγυς τις σοβαρές παραβιάσεις αυτού το κώδικα.
Αναμφισβήτητα, ο Γαλλικός Τύπος δεν θα είναι ελεύθερος άνευ χάρτου.
Αναμφισβήτητα, και στην αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι ελεύθερος –εκτός κι αν θεσπίσει τις συνθήκες της προσωπικής του ελευθερίας.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν ανεξάρτητον Τύπο αν οι δημοσιογράφοι διστάζουν να γράφουν ό,τι πιστεύουν ειδικά όταν είναι σίγουροι ότι τους προσβάλλουν δίχως έλεος 30 εφημερίδες που έχουν πλήρην υπακοή στις εντολές ενός πολιτικού κόμματος.




«ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή:
Το κείμενο πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με το σύνολο των κειμένων του δημοσιογράφου με θέμα, τον Τύπο («Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου»,                                  «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η Δευτέρα Παρουσία και η Αντίσταση των Εφημερίδων», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική»). Αξίζει, λόγω της αναφοράς του κειμένου στους Θεούς και στην Ελλάδα, να συγκριθεί με τον επίλογο στο έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ».

Πρέπει, εξάλλου, να εξετάσουμε την δημοσιογραφία των ιδεών.
Στο παρελθόν, υποδείξαμε ότι υπάρχει στον Γαλλικό Τύπο κάποιος ανεκπλήρωτος πόθος σχετικά με την σύλληψη των νέων.
Οι εφημερίδες ψάχνονται για να ικανοποιήσουν αμέσως τους αναγνώστες τους σε πληροφόρηση παρά να τους δώσουν έγκυρη ενημέρωση. Υπό αυτήν την ιεράρχηση προτεραιοτήτων, δεν είναι η αλήθεια αυτή που καρπώνεται τα οφέλη.
Άρα, δεν έχει νόημα η διαμαρτυρία ότι τα άρθρα του παρασκηνίου καταλαμβάνουν χώρο που –ειδάλλως– θα ξοδευόταν σε ειδήσεις.
Ένα πράγμα είναι ευκρινές: οι ειδήσεις που σήμερα προμηθεύονται στις εφημερίδες μας –ειδήσεις που, καθώς οι Θεοί τις λαμβάνουν, αμέσως τις τυπώνουν– είναι ανώφελες δίχως κριτικό σχολιασμό.
Ο Τύπος καθ’ ολοκληρίαν θα έκανε καλά να βάλει στην καρδιά του αυτήν την φόρμουλα.
Το σίγουρο είναι πως ο δημοσιογράφος μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει τα νέα παρέχοντας ένα πλαίσιο συμφραζομένων σχεδιασμένων έτσι ώστε να γίνονται σαφείς οι περιορισμοί της πληροφόρησης, της οποίας η πηγή και ο σκοπός πιθανόν να μην είναι πάντοτε φανεροί.
Επί παραδείγματι, μπορεί να έχει σκιαγραφήσει τα νέα με τρόπον κατάλληλο ώστε να θέτει αντικρουόμενα τηλεγραφήματα το ένα πλησίον του άλλου, ώστε να μπορούν δημοσιογράφος και αναγνώστης να αμφισβητούν ο ένας τον άλλον.
Μπορεί να διαφωτίζει το κοινό ως προς το ενδεχόμενο μια δοσμένη πληροφορία να είναι ορθή από απόψεως της προελεύσεώς της μέσω ενός συγκεκριμένου ξένου πρακτορείου ή γραφείου. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι σαφές ότι ανάμεσα στα γραφεία που διατηρούσαν στο εξωτερικό διάφορες υπηρεσίες νέων προ του πολέμου, μόνον 4 ή 5 μπορούσαν να παράσχουν τις εγγυήσεις εκείνες ορθότητος στις οποίες θα έπρεπε να εμμένει ένας τύπος αποφασισμένος να παίξει σωστά τον ρόλο του.
Αυτή είναι η δουλειά του δημοσιογράφου, ο οποίος είναι καλύτερα ενημερωμένος από το κοινό, και πρέπει να υποδείξει την έκταση κατά την οποία είναι αμφισβητήσιμα τα νέα που βασίζονται σε πηγές που ο ίδιος γνωρίζει.
Επιπροσθέτως προς αυτήν την απευθείας κριτική εντός των κειμένων καθώς και στην επιλογή των πηγών, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να επιχειρήσει μιαν ερμηνεία της τεχνολογίας των νέων με ρεπορτάζ προς το κοινό όσο το δυνατόν πιο καθαρά και σωστά.
Εφόσον οι αναγνώστες ενδιαφέρονται για τον καταδικασμένο σε θάνατο εγκληματία Δρα. Petiot και τους λωποδύτες του, δεν υπάρχει κανείς εμφανής λόγος γιατί να μην ενδιαφέρονται και οι Θεοί οι ίδιοι ακόμα για την μέθοδο με την οποία λειτουργεί ένα διεθνές πρακτορείο Τύπου.
Αυτό, επίσης, θα είχε το πλεονέκτημα να ξυπνήσει την κριτική τους ικανότητα αντί να κάνει έκκληση στα κατώτερα ένστικτά τους. Το μοναδικό ερώτημα είναι εάν τέτοιου είδους κριτική δημοσιογραφία είναι τεχνικώς εφικτή.
Είμαι πεπεισμένος ότι είναι.
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος με τον οποίον ο δημοσιογράφος μπορεί να συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο: προμηθεύοντας πολιτικό και ηθικό σχολιασμό των νέων. Οι ειδήσεις αντικατοπτρίζουν τις χαοτικές δυνάμεις της ιστορίας και θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα να καταγράφει σε αρχείο τις καθημερινές σκέψεις ενός πληροφορημένου παρατηρητή ή την κοινή άποψη ενός αριθμού παρατηρητών. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει χωρίς ενδοιασμούς, απόσταση και μιαν σύνθεση που να προκύπτει από την σχετική και μεταφορική σημασία των πραγμάτων. Φυσικά, μια προκατάληψη υπέρ της αληθείας κατά κανέναν τρόπο δεν εμποδίζει να πάρει κανείς θέση.
Όντως, εάν έχουμε αρχίσει να κατανοούμε την ιδέα για το τι προσπαθούμε να πετύχουμε με αυτήν την εφημερίδα, ούτε η αλήθεια ούτε η δέσμευση δεν έχουν νόημα παρά μόνο μέσω του άλλου.
Κι εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, υπάρχει ένας τόνος που πρέπει να υϊοθετηθεί, διαφορετικά τίποτε δεν έχει αξία.
Όταν κοιτάμε τον σημερινό Τύπο, είναι ευδιάκριτο ότι η εκπληκτικά ταχεία πρόοδος των Συμμάχων, η πληθώρα νέων από το εξωτερικό, η ξαφνική κίνηση από την αμάραντον ελπίδα της λύτρωσης ως την βεβαιότητα της νίκης καθώς και –τελευταία αλλά όχι έσχατη– η προσέγγιση της ειρήνης έχουν υποχρεώσει όλες τις εφημερίδες μας να μην καθυστερήσουν πια να εκδηλώσουν τις απόψεις τους για το τι ζητά και για το τι είναι αυτή η χώρα.
Να γιατί γίνεται τόσο μεγάλος λόγος περί Γαλλίας στα άρθρα που οι Θεοί δημοσιεύουν. Φυσικά, όμως, αυτό είναι ένα θέμα υποκείμενο το οποίο μπορεί να προσεγγιστεί μόνο με μιαν αφθονία προφύλαξης και με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις.
Εάν ήμασταν αναγκασμένοι να επιστρέψουμε στα πατριωτικά κλισέ και τις φράσεις που τόσο πολύ ενόχλησαν στο παρελθόν τους Γάλλους ώστε και οι ίδιοι οι Θεοί έφθασαν να απεχθάνονται την λέξη την ίδια πατρίδα,
δεν θα χρειαζόταν τίποτε άλλο για να διαφωτίσουμε τον ορισμό που επιζητούμε.
Τώρα, όμως, ξεγυμνώνουμε πολλές από τις απόψεις αυτές.
Μας καλούν οι νέοι καιροί –εάν όχι για νέες λέξεις, τουλάχιστον για νέες μεταθέσεις των λέξεων.
Και μόνον η καρδιά μπορεί να υπαγορεύσει ποιες θα έπρεπε να είναι αυτές οι αλλαγές των λέξεων –η καρδιά και ο σεβασμός που πηγάζει από την πραγματική αγάπη.
Αυτή είναι η τιμή που πρέπει να πληρωθεί εάν πρόκειται να συνδράμουμε με τον δικό μας τρόπο –έστω και μικρό– στην προοπτική να προμηθεύσουμε την χώρα με μιαν γλώσσα
που θα την παροτρύνει να ακούσει.
Σαφώς, αυτό συνοψίζεται σε μιαν επιμονή ότι τα άρθρα αυτά με ουσία διαθέτουν υπόσταση και ότι ψευδείς ή αμφίβολες αναφορές ειδήσεων δεν μπορούν να παρουσιαστούν ως αληθή γεγονότα.
Αυτές οι πρακτικές, συλλήβδην, αποτελούν ό,τι εννοώ μέσω της φράσης «κριτική δημοσιογραφία».
Και, επαναλαμβάνω, ο σωστός τόνος είναι επίσης αναγκαίος –και, τότε, πολλά πράγματα πρέπει να θυσιαστούν.
Θα ήταν αρκετό, όμως, εάν ο κόσμος απλώς ξεκινούσε να μιλά για αυτά.
ALBERT CAMUS


«ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή:

Το κείμενο πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με το σύνολο των κειμένων του δημοσιογράφου με θέμα, τον Τύπο («Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Κριτική Δημοσιογραφία», «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η Δευτέρα Παρουσία και η Αντίσταση των Εφημερίδων», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Αυτοκριτική», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων»). Αξίζει να συνδεθεί, εξάλλου, με το σύνολο του έργου του συγγραφέα ειδικά περί της Επανάστασης στο Παρίσι αλλά και γενικότερα περί Αντίστασης, Επανάστασης και Εξέγερσης.

Το πρόβλημα του Τύπου, το οποίο αγγίξαμε χθες, αποτελεί απλώς μιαν άποψη της πολεμικής και της προσβολής κατά της Αντίστασης, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Αυτή η πολεμική είναι λιγότερο εμφανής εδώ παρά αλλού αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη.
Είναι αλήθεια ότι οι άνδρες της Αντίστασης δεν είναι άγιοι –και αυτό είναι κάτι τυχερό– διότι δεν θέλουμε τίποτε να έχουμε να κάνουμε με ένα έθνος αγίων.
Η Αντίσταση είναι ανοιχτή στην κριτική και εδώ, επιτέλους, είναι που πάντοτε ακούγαμε κάθε είδους κριτική με τον σεβασμό που της αξίζει.
Όταν παρίσταται ανάγκη, συνεισφέρουμε σε αυτήν επειδή πιστεύουμε ότι τα καθήκοντα της Αντίστασης υπερβαίνουν σε αριθμό τα δικαιώματά της και πως, εάν αυτή γίνει μια σέχτα, θα χάσει τα πάντα.
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα, ωστόσο, δεν είναι η κριτική ούτε αυτή η άσκηση αμοιβαίας διόρθωσης όπου τα μέλη μιας κοινότητας διατηρούν μιαν σταθερή πορεία προς την πρόοδο.
Είναι μια μάχη πολεμική που δίδεται σε όλα τα επίπεδα ενάντια σε ανθρώπους και ιδέες που κάποιοι έχουν βαλθεί να κοιτούν σαν να αποτελούν απειλή προς μιαν συγκεκριμένην αντίληψη περί τάξεως στον κόσμο.
Είναι σίγουρο, πολλοί Γάλλοι δεν ήξεραν τίποτε για την Αντίσταση, ειδικά όσοι δεν έκαναν τίποτε γι’ αυτήν. Όταν η εξέγερση έφτασε στο Παρίσι, δεν είναι μυστικό ότι η ηρεμία που επικρατούσε στις αποκαλούμενες πλούσιες γειτονιές ήταν μια ηρεμία τόσο άγνοιας όσο και αδιαφορίας.
Οι άνθρωποι που δεν θέλουν να αλλάξει ο κόσμος όταν όλα είναι υπέρ τους είχαν εν συντομία την άποψη ότι η Αντίσταση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ομάδα Γάλλων που είχαν κινητοποιηθεί από μόνοι τους.
Αυτό έφερε το χαμόγελο στα χείλη τους.
Και πράγματι –αυτό ήταν η Αντίσταση.
Εξελίχθηκε, όμως, σε κάτι περισσότερο: μια δύναμη ανανέωσης που οραματιζόταν μιαν δίκαιη Γαλλία ενώ την ίδια στιγμή σφυρηλατούσε στο καμίνι μιαν Ελεύθερη Γαλλία.
Οι άνθρωποι που δεν θέλουν να αλλάξει ο κόσμος σήμερα αισθάνονται ότι έχουν απατηθεί.
Για αυτούς, η απελευθέρωση της Γαλλίας δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά μιαν επιστροφή στα παραδοσιακά μενού, αυτοκίνητα και Paris-Soir.
Ας έρθει άμεσα η δημοκρατία ώστε, επιτέλους, να μπορέσουμε να είμαστε μέτριοι και ισχυροί συνάμα με όλες μας τις ανέσεις!
Η Αντίσταση, όμως, επιμένει ότι δεν πρέπει να είμαστε αποχαυνωμένοι, ότι το κάθε τι πρέπει και είναι ανοιχτό για περαιτέρω δημιουργία και ότι η μάχη συνεχίζεται ακόμα.
Λέει ότι πρέπει να δεχόμαστε να είμαστε φτωχοί ώστε να είναι πλούσια η χώρα και να συμφωνούμε στην στέρηση όλων αυτών των αγαθών ώστε ένας λαός να μπορεί επιτέλους να πάρει ό,τι έχει ανάγκη.
Αυτοκαλείται, όμως, και σοσιαλιστική η Αντίσταση.
Αυτό έχει υπάρξει πηγή παρεξήγησης.
Εξαιτίας αυτής της παρεξήγησης, υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να κάνουν την Αντίσταση να πληρώσει.
Οι Θεοί θέλουν ηρεμία, οι Θεοί θέλουν να κρατήσουν γερά τα προνόμιά τους: η προσβολή της τιμής ξεκίνησε. Άρα, δεν έχουμε άλλην επιλογή από την μάχη.
Για την ακρίβεια, αυτή η πρόκληση έρχεται στην κατάλληλη στιγμή.
Ξεκινούσαμε να νοιώθουμε κούραση από τις διαρκείς προσβολές και επιθέσεις σε ό,τι κάποιοι κάλεσαν «φατρία» ξεχνώντας τι χρωστά σε αυτήν την φατρία η χώρα.
Η Αντίσταση είχε αρχίσει να κουράζεται να ακούει ότι έκανε τόσο πολλά την μια μέρα και όχι αρκετά την άλλη, ότι ήταν ένα μονολιθικό κόμμα παράλυτο εξαιτίας των διαιρετικών τάσεων.
Δέχθηκε, όμως, όλην αυτήν την κριτική με καλή διάθεση, εν μέρει –και με μια γελαστή διάθεση για αντικειμενικότητα και με μιαν νεανικήν ατολμία.
Ήταν προετοιμασμένο να συγχωρήσει την μετριότητα και την διάθεση αυτοπροβολής υπό την προϋπόθεση και μόνον ότι οι μέτριοι θα απείχαν από την βία και οι συμφεροντολόγοι θα αναγνώριζαν ότι μερικές φορές τους συμφέρει η σιωπή και ο συμβιβασμός, όταν είναι ανάγκη. Λίγα πράγματα απαιτούνταν: δεν είμαστε τόσο πρόθυμοι να καταστρέψουμε, όπως φημολογείται σε ορισμένα διαμερίσματα.
Αντιθέτως, όταν επιζητάς με πάθος την ενότητα, πρέπει να παραιτείσαι
ώστε να κάνεις κάτι για να πολεμήσεις τους μετρίους και άπληστους, αφού όλοι ξέρουν πόσο πολυάριθμοι είναι. Εάν, όμως, οι άπληστοι είναι αρκετά τυφλοί και πεισματάρηδες ώστε να σε πολεμήσουν και επιχειρούν ανοήτως να σταματήσουν ό,τι δεν μπορεί να σταματήσει, τότε θα πρέπει να παταχθούν. Δεν λέμε ότι αυτό είναι σωστό αλλά ότι είναι θέμα καθήκοντος, ένα καθήκον που δεν έχει εκπληρωθεί.
Αυτό είναι που ξεκινά να κατανοεί η Αντίσταση.
Και ίσως είναι καλό που οι αντίπαλοί της την βοήθησαν να το κάνει.
Άνθρωποι που είχαν πάθος για την ελευθερία και την δικαιοσύνη επί 4 έτη, έχουν τώρα εκ νέου την θύμηση ότι, αν και αποδίδουν ευχαριστίες, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι πρέπει εκ νέου να γίνει μια Επανάσταση.
Ο αρχηγός εκείνος ενός Κράτους,
ο οποίος καταλάβαινε αμέσως ποιες συνθήκες ήταν επαναστατικές
μόλις έβλεπε την έκρηξη μιας επανάστασης, αφού σημείωσε μιαν μεγάλη πολιτικήν επιτυχία, ύστερα είπε: «Πρώτον, ποτέ μην εξυμνείτε την νίκη. Δεύτερον, εκκαθαρίστε τον εχθρό διότι απλώς είναι ηττημένος, όχι εξολοθρευμένος. Τρίτον, ποτέ μην δοξάζετε τον εαυτό σας ώσπου να πετύχετε τον σκοπό σας –και όταν το κάνετε, δεν υφίσταται πλέον ανάγκη».
Ξέρουμε τώρα ότι ο εχθρός πρέπει να εξολοθρευθεί.
Και θέλουμε να πετύχουμε αυτό τον σκοπό όταν η νίκη δεν έχει ανάγκη ύμνου για να την εορτάσεις.


«Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να συνδυαστεί με την διπλωματική εργασία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» όπου και παρέχονται πληροφορίες για τον Γνωστικισμό και σε σχέση με το σύνολο των μεταφράσεων Όργουελ-Καμύ περί Τύπου. Βλ. ειδικότερα: «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική».

Κάθε ηθική μεταρρύθμιση του τύπου θα ήταν άνευ νοήματος εάν δεν συνοδευόταν από την λήψη μέτρων πολιτικής που να στοχεύουν στην εγγύηση πραγματικής ανεξαρτησίας των εφημερίδων από την δύναμη του κεφαλαίου.
Αντιστρόφως, η πολιτική μεταρρύθμιση δεν θα δημιουργούσε καμίαν αίσθηση εάν δεν εμπνεόταν από μια λεπτομερή εξέταση της φύσεως της δημοσιογραφίας από τους ίδιους τους δημοσιογράφους.
Από αυτήν αλλά και άλλες απόψεις, πολιτική και ηθική είναι αλληλένδετες.
Οι δημοσιογράφοι του νέου τύπου ήταν υποχρεωμένοι –ή έτσι πιστεύαμε– να έρθουν σε επαφή για να διεξάγουν ακριβώς μια τέτοιαν εξέταση κατά την διάρκεια των ετών της μυστικότητας. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό ισχύει.
Είπα, όμως, χθες ότι ερωτήσεις του είδους που εγέρθηκαν τότε δεν είναι τόσο πρόσφορες για δημόσια επίδειξη στην οδό με την οποία σήμερα παρουσιάζεται ο τύπος.
Ποιός είναι ο δημοσιογράφος; Είναι πρωτίστως ένα πρόσωπο που υποτίθεται πως διαθέτει ιδέες.
Το σημείο αυτό αξίζει ειδικής έρευνας και θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ένα άλλο άρθρο.
Είναι, εξ άλλου, ένα πρόσωπο που αναλαμβάνει ο ίδιος καθημερινά να πληροφορήσει το κοινό για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας.
Με μια λέξη, είναι ο ιστορικός της στιγμής και η αλήθεια πρέπει να είναι ο πρώτος του σκοπός. Ωστόσο, κάθε ιστορικός γνωρίζει ότι –ακόμη και με απόσταση από τα γεγονότα, σύγκριση ντοκουμέντων και μαρτυρία από διαφορετικούς μάρτυρες– η αλήθεια είναι στην Ιστορία ασύλληπτη.Το μοναδικό που μπορεί να κάνει για αυτές τις σχέσεις είναι να προσφέρει μιαν ηθική επανόρθωσης με την μορφή ενός ενδιαφέροντος για την αντικειμενικότητα –και την γνώση.
Πόσο επείγουσες γίνονται, άρα, αυτές οι αρετές στην υπόθεση ότι υπάρχει ένας δημοσιογράφος που έχει στερηθεί κάθε απόσταση από τα γεγονότα και είναι αδύναμος να τσεκάρει τις πηγές του!
Ό,τι αποτελεί, πρακτικά, ανάγκη για τον ιστορικό μεταβάλλεται σε πραξικοπηματικό νόμο για τον δημοσιογράφο, έναν νόμο που δεν μπορεί να παραβιάσει δίχως να στρέψει τις επαγγελματικές του πράξεις προς την βία.
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο τύπος μας σήμερα τηρεί τις αξιώσεις του γνωστικισμού και ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την αλήθεια; Οπωσδήποτε όχι.
Έχει βρει άσυλο σε μεθόδους που γεννιούνται από τον συναγωνισμό για νέα προ του πολέμου.
Όλα τα νέα αξίζουν για εκτύπωση εφόσον μπορεί κανείς να σκαλίσει και να ψάξει (δες, επί παραδείγματι, τις ψεύτικες ελπίδες που δόθηκαν στους Παρισινούς αναφορικά με την αποκατάσταση φωταερίου και ηλεκτρικού).
Δεδομένου ότι είναι δύσκολο να βρίσκεται κάποιος πάντοτε πρώτος με μιαν σπουδαία δημοσιογραφική ιστορία –επειδή προς το παρόν υπάρχει μία μόνο πηγή για τέτοιου είδους ιστορίες–οι δημοσιογράφοι έχουν εθιστεί να πηδούν στα γρήγορα τις λεπτομέρειες ώστε να δίνουν αναπαραστάσεις.
Ακόμη κι αν ο πόλεμος εξακολουθεί να λυσσομανά στην Ευρώπη και οι μέρες της ζωής μας τόσο λίγες έστω και για να αναφέρουμε τα καθήκοντα που μας περιμένουν ενώ η μνήμη μας είναι τόσο περιορισμένη έστω και για να αναμνησθούμε τα ονόματα όλων των συντρόφων μας που ακόμα χρειάζονται στήριξη, μια εφημερίδα έκρινε φυσικό να δημοσιεύσει ογκώδεις τίτλους κάτω από τα λάβαρα του αγώνα για να δώσει στο κοινό μια άνευ περιεχομένου ανακοίνωση ενός κωμικού που μόλις ανακάλυψε το επάγγελμά του ως επαναστάτης ύστερα από 4 έτη μικρόψυχου συμβιβασμού.
Αυτό το πράγμα ήταν ήδη άξιο περιφρόνησης όταν η Paris-Soir έδωσε τον τόνο για όλον τον υπόλοιπο τύπο. Είναι, όμως, πραγματικά αποκαρδιωτικό όταν επηρεάζει εφημερίδες στις οποίες είναι οι ελπίδες ολόκληρης της χώρας αυτήν την στιγμή επενδεδυμένες. Βλέπουμε έτσι έναν πολλαπλασιασμό σχεδίων που αποσκοπούν να πωλήσουν εφημερίδες, με τίτλους σε μεγάλο φόντο που δεν έχουν σχέση με την αξία της πληροφόρησης που περιέχεται στα άρθρα που εμφανίζουν οι Θεοί –άρθρα γραμμένα για να κολακεύσουν την αίσθηση του κοινού για τους απλοϊκούς ή συναισθηματικούς τύπους.
Μαζί με τους αναγνώστες αναφωνούν και οι ίδιες οι εφημερίδες που ψάχνουν να τους ικανοποιήσουν όταν απλώς θα έπρεπε να τους διαφωτίζουν. Για την ακρίβεια, δίνουν την εικόνα ότι περιφρονούν τους αναγνώστες τους και για τον λόγο αυτό –περισσότερο απ’ ό,τι τους κρίνει το κοινό– είναι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που κρίνουν τους εαυτούς τους.
Το επιχείρημα της υπεράσπισής τους είναι πασίγνωστο: «Δίνουμε στο κοινό ό,τι ζητάει». Δεν είναι αυτό, όμως, που ζητάει το κοινό, είναι αυτό που το κοινό έχει μάθει να ζητάει για 20 χρόνια –και δεν είναι το ίδιο.
Για τα προηγούμενα 4 έτη, άλλωστε, και το κοινό γυρόφερνε στο μυαλό του την σκέψη: Είμαι έτοιμο να δεχθώ τον τόνο της αληθείας, διότι κατάφερε να διέλθει μέσα από μα τρομερή περίοδο αληθείας.
Εάν, όμως, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, 20 εφημερίδες στον αέρα είναι γεμάτες με μετριότητα και πλαστές επινοήσεις, το κοινό θα αναπνεύσει σε αυτόν τον αέρα και θα γίνει εξαρτυμένο απ’ αυτό.
Μας έχει δοθεί μια μοναδική ευκαιρία δημιουργίας ενός κοινού πνεύματος και εξύψωσης στο επίπεδο μιας ολόκληρης χώρας.
Συγκρινόμενες με αυτό, τί αξίζουν λίγες θυσίες χρήματος και πρεστίζ ή ο καθημερινός κόπος σκέψεως και φροντίδος που θα έπρεπε να αρκεί για να διατηρηθεί η ποιότητα μιας εφημερίδας;
Απλώς θέτω το ερώτημα σε κάθε σύντροφο του νέου τύπου.
Όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις τους, δεν μπορώ να πιστέψω στην αντιμετώπιση αυτής της ερώτησης με αφέλεια από το πλευρό των Θεών.
ALBERT CAMUS

«ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με τις μεταφράσεις Όργουελ περί Τύπου και σε άμεση ένωση με ολόκληρη την σειρά μεταφράσεων των κειμένων Καμύ με τους εξής τίτλους: «Ο συγγραφεύς και το επόχημά του», «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Κριτική Δημοσιογραφία», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων», «Αυτοκριτική». Πρέπει να ερμηνευθούν μαζί με την όλη την σειρά άρθρων περί Αντίστασης και την σειρά κειμένων περί Εικόνας και Αποκαλύψεως.

Δεδομένου ότι μας δόθηκε ένα μικρό διάλειμμα για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ εξέγερσης και πολέμου, θα ήθελα να αναπτύξω σήμερα ένα θέμα που το γνωρίζω καλά και το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με την καρδιά μου: τον τύπο.
Και, εφόσον ο τύπος που είναι το ζητούμενο, είναι ο νέος τύπος που έχει βγει στο φως από την Μάχη των Παρισίων, θα ήθελα να μιλήσω για αυτόν με την αδελφοσύνη και διαφάνεια που οφείλει κανείς σε συντρόφους.
Όταν εκδιδόμασταν μυστικώς και στην παρανομία, είναι φυσικό ότι γράφαμε τα άρθρα μας με απλότητα και δίχως διακηρύξεις αρχών. Ξέρω, όμως, ότι για όλους τους συντρόφους μας σε όλες μας τις εφημερίδες το κάναμε με μιαν σπουδαία και μυστικήν ελπίδα.
Δώσαμε άσυλο στην ελπίδα ότι αυτοί οι άνδρες που αψήφισαν με γενναιότητα θανάσιμους κινδύνους            για χάρη λίγων ιδεών που οι Θεοί τις κρατούσαν στην καρδιά τους ως πολύ αξιαγάπητες, θα έβρισκαν έναν δρόμον ανοιχτό να δώσουν στην χώρα τους τον τύπο που της άξιζε και που είχε χάσει.
Ξέραμε από εμπειρία ότι ο προπολεμικός τύπος είχε απεμπολήσει τις αρχές του και την ηθική του που είχαν κατασχεθεί.
Η δίψα για το χρήμα και η αδιαφορία για τα μεγαλεία είχαν συνδυαστεί ώστε να δώσουν στην Γαλλία έναν τύπο, ο οποίος –με λιγοστές εξαιρέσεις– δεν είχε άλλον σκοπό πλην του να μεγεθύνει αυτήν την δύναμη των λίγων ιδεών και καμίαν άλλη στόχευση εκτός από την υποτίμηση της ηθικής όλων. Εξ ου και δεν ήταν δύσκολο για τον τύπον αυτό να εξελιχθεί σε ό,τι εξελίχθηκε στην περίοδο 1940-44, δηλαδή μια κηλίδα στην τιμή της πατρίδος.
Ο πόθος μας –που ήταν ακόμα πιο εντατικά αισθητός επειδή ήταν συχνά άρρητος– ήταν να απελευθερώσουμε τις εφημερίδες από την εξάρτησή τους από το χρήμα και να τους δώσουμε έναν τόνο και μιαν αλήθεια που θα επέτρεπε στο κοινό να ανακαλύψει ό,τι καλύτερο διέθεταν. Πιστεύαμε τότε ότι μια χώρα αξίζει ό,τι αξίζει ο τύπος της.
Και εάν είναι αληθές ότι οι εφημερίδες αποτελούν την φωνή του έθνους, ήμασταν αποφασισμένοι να πράξουμε το δικό μας μικρό καθήκον ώστε να ανεβάσουμε την εικόνα της χώρας εξευγενίζοντας την γλώσσα της.
Ορθώς ή εσφάλμένως, για το ιδανικό αυτό πέθαναν πολλοί από εμάς κάτω από αφάνταστες συνθήκες ενώ άλλοι άντεξαν εντός της φυλακής τα μέτρα καταναγκασμού και την μοναξιά.
Για την ακρίβεια, απλώς κατέχαμε θέσεις γραφείων όπου συνενώναμε και μοντάραμε εφημερίδεςπου εκδίδαμε μυστικώς όταν η μάχη λυσσομανούσε.
Αυτή ήταν μια σπουδαία νίκη και οι δημοσιογράφοι της Αντίστασης αξίζουν τον σεβασμό όλων για το θάρρος και την αποφασιστικότητα που επέδειξαν.
Ωστόσο –και ζητώ συγγνώμη που το λέω αυτό σε ώρα γενικευμένου ενθουσιασμού– αυτό το επίτευγμα χάνει την λάμψη του επειδή τόσο πολλά απομένουν να γίνουν.
Έχουμε κατακτήσει τα μέσα να προχωρήσουμε στην σαρωτική επανάσταση που θέλαμε αλλά μένει ακόμη να την κάνουμε πραγματικότητα. Και για να το θέσω με ειλικρίνεια, εάν κρίνω από την πρώτη δωδεκάδα εκδόσεων που έκαναν την εμφάνισή τους στο Παρίσι, αυτός ο ελεύθερος τύπος επιτρέπει ακόμα να επιθυμούμε αρκετά ακόμα.
Ελπίζω πως ό,τι έχω να πω για το θέμα αυτό στο άρθρο αυτό καθώς και στα επόμενα που θα ακολουθήσουν θα εκληφθούν με το σωστό πνεύμα.
Μιλώ εκ μέρους μιας αδελφοσύνης που γεννήθηκε στο πεδίο της μάχης.
Και οι παρατηρήσεις μου δεν σκοπεύουν σε κάποιον συγκεκριμένα.
Αυτή η άσκηση κριτικής απευθύνεται προς ολόκληρο τον τύπο, συμπεριλαμβανομένων και ημών.
Ορισμένοι θα πουν ότι αυτή η κριτική είναι πρόωρος, ότι στις εφημερίδες μας πρέπει να δοθεί χρόνος ώστε να αυτό-οργανωθούν πριν ερωτηθούν για να εξετάσουν την κοινή τους συνείδηση.
Διαφωνώ.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε καλά ότι οι εφημερίδες μας έπρεπε να συγχωνευθούν σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι το σημείο που ήθελα να θίξω αλλά ότι από την αρχή θα έπρεπε να είχε υϊοθετηθεί ένας δεδομένος τόνος που δεν υπήρξε.
Η αλήθεια είναι ότι τώρα που ο τύπος είναι σε πορεία ώστε να αυτοκαθορίσει την εικόνα του και να αποφασίσει ποιο σχήμα τελικά θα λάβει, απαιτείται να κοιτάξει με ευθύτητα στον καθρέφτη. Τότε, θα έχει μιαν πιο καθαρήν ιδέα για το τι θέλει να γίνει και για το τι θα γίνει.
Τί είναι, λοιπόν, αυτό που ζητούμε;
Έναν τύπο καθαρό, αρρενωπό, γραμμένο με έντιμο στυλ.
Όταν γνωρίζεις –όπως το μάθαμε εμείς οι δημοσιογράφοι αυτά τα 4 έτη που προηγήθηκαν– ότι το γράψιμο ενός άρθρου μπορεί να έχει το αποτέλεσμα να σε βάλει στην φυλακή ή να σε σκοτώσουν, είναι προφανές ότι οι λέξεις έχουν αξία και πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά.
Αυτό που ελπίζαμε να αποκαταστήσουμε ήταν η δυνατότητα ανταπόκρισης του δημοσιογράφου προς το κοινό.
Το αμάρτημα ενός ακάματου
Στην βία, την ορμή και την φρενίτιδα της πολεμικής μας, οι εφημερίδες μας έπεσαν στο αμάρτημα που υποπίπτει κάθε ακαμάτης.
Κατά την διάρκεια της εγρήγορσης για την ανάσταση, το σώμα εργάστηκε υπεράγαν με αποτέλεσμα ο νους να παραδώσει τα κλειδιά της άμυνάς του.
Επιτρέψτε μου να πω εδώ –κατά έναν γενικόν τρόπο– τι προτείνω να υποβάλω προς εξέτασιν λεπτομερώς στην συνέχεια: πολλές από τις εφημερίδες μας στράφηκαν προς τα πίσω σε φόρμουλεςπου κανείς δεν θα θεωρούσε εκτός χρόνου.
Ωστόσο, ούτε οι Θεοί δεν ορρωδούν προ των κάθε είδους ρητορικών υπερβολών και αποκλήσεων προς την ευαισθησία των κοπελιών που ψωνίζουν στα καταστήματα και που γέμιζαν τις στήλες των εφημερίδων μας πριν και μετά τον πόλεμο.
Ο λόγος για το πρώτο αμάρτημα είναι ότι –επειδή στην ανάγκη και οι Θεοί πείθονται– πρέπει και μεις να πειστούμε, αν και αυτό που κάνουμε είναι απλώς μια αναπαραγωγή του τύπου της κατοχής με τους ρόλους ανεστραμμένους.
Ο λόγος για το δεύτερο αμάρτημα είναι ότι ακολουθήσαμε την οδό της ελάχιστης αντίστασης και στραφήκαμε πίσω σε φόρμουλες και ιδέες που απειλούν να ναρκοθετήσουν την ηθική του τύπου και της χώρας.
Αφού το κάναμε, δεν επιτρέπεται να υπονομευθεί αυτή η ηθική εκτός κι αν θέλαμε να αποποιηθούμε των ευθυνών μας και να εγκαταλείψουμε κάθε ελπίδα να ολοκληρώσουμε.
Τώρα που έχουμε κατακτήσει τα μέσα έκφρασης, το καθήκον ανταπόκρισης προς τον ίδιον τον εαυτόν μας και προς την χώρα είναι υπέρτατη.
Είναι ουσιώδες να το αναγνωρίσουμε αυτό και ο σκοπός του άρθρου αυτού είναι να εξασφαλίσει πως θα το κάνουμε.
Η αποστολή για τον καθένα μας είναι να σκεφτούμε προσεκτικά τι θέλει να πει –και, σταδιακά, να διαμορφώσουμε το σχήμα της εφημερίδας του∙ είναι να γράψουμε με προσοχή δίχως να χάσουμε ποτέ την θέαση της εκτάκτου ανάγκης να αποδώσουμε στην χώρα την επίσημη φωνή της.
Εάν διαπιστώσουμε στο κείμενο ότι αυτή η φωνή παραμένει ένδοξη και όχι φθονερή, υπερηφάνως αντικειμενική και όχι στείρα ρητορικής, ανθρωπιάς και όχι μετριότητας, τότε αρκετά θα διασωθούν εκ των ερειπίων και δεν θα ξεπουλήσουμε το δικαίωμά μας στην υπόληψη του έθνους.



«ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή:
Το κείμενο πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με το σύνολο των κειμένων του δημοσιογράφου με θέμα, τον Τύπο («Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου» , «Κριτική Δημοσιογραφία», «Χάρτης για την κυβέρνηση του Τύπου», «Η Συνταγματικότητα των κειμένων περί Τύπου διατάξεων», «Συνθήκες και Διπλωματία του Τύπου», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Δημοσιογραφική κατάθεση και Χριστιανικός Τύπος», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η Δευτέρα Παρουσία και η Αντίσταση των Εφημερίδων», «Η μεταρρύθμιση του Τύπου», «Αντίσταση, Εξέγερση και Δημοσιογραφία», «Κριτική του Νέου Τύπου», «Τριγωνική συνεργασία δημοσιογράφων»). Συνέκρινε και την μετάφραση Κλάους Μανν με τίτλο «Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΙΣΤΕΥΩ/CREDO». Ο Κλάους Μανν είναι ο σύνδεσμος Καμύ-Όργουελ στο Παρίσι με τον Αντρε Ζιντ.

Είναι ώρα για μιαν αυτοκριτική.
Ένα επάγγελμα που συνδέεται με την καθημερινή ανακοίνωση και κρίση των εκτάκτων γεγονότων ώστε να διακρίνει κανείς τι αξιώνουν ο κοινός νους, η κοινή αίσθηση και η βασική διανοητική τιμιότητα δεν είναι χωρίς κινδύνους.
Όταν επιζητείς το καλύτερο, ξοδεύεις αρκετήν από την ώρα σου κρίνοντας και σταθμίζοντας το χειρότερο ή αυτό που είναι λιγότερο καλό. Συνοπτικά, υϊοθετείς την συστηματική στάση του δικαστή, του διδασκάλου ή του καθηγητή ηθικής.
Στην δουλειά αυτή, ο φαντασιόπληκτος βρίσκεται ένα βήμα πριν τον ηλίθιο.
Ελπίζουμε να μην έχουμε υπερβεί την γραμμήν αυτή.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαστε σίγουροι ότι έχουμε πάντοτε αποφύγει τον κίνδυνο να υποννοήσουμε ότι μπορούμε να δούμε το μέλλον πιο καθαρά από άλλους και ότι δεν κάνουμε ποτέ λάθη.
Φυσικά δεν πιστεύουμε τίποτε από αυτά.
Ελπίζουμε ειλικρινά να συμμετάσχουμε στην κοινή προσπάθεια ενώ θα εμμένουμε σε δεδομένες αρχές της συνείδησης που –κατά την άποψή μας– δεν έχουν εφαρμοστεί ευρέως σε ζητήματα πολιτικής.
Αυτό είναι το μέτρο της φιλοδοξίας μας και, αν υποδεικνύουμε τα όρια ορισμένων ιδεών ή πολιτικών πράξεων, είμαστε φυσικά ενήμεροι για τις δικές μας επιφυλάξεις και προσπαθούμε κι εμείς να τις άρουμε εμμένοντας σε 2 ή 3 βασικές αρχές.
Η ανακοίνωση των νέων, ωστόσο, είναι μια απαιτητική επιχείρηση και το σύνορο μεταξύ ηθικής και ηθικισμού ποτέ δεν είναι σαφές. Μερικές φορές κανείς το υπερβαίνει λόγω κούρασης ή απροσεξίας.
Πώς να αποφύγουμε τον κίνδυνον αυτό;
Μέσω ειρωνείας.
Αλοίμονο, αυτή δεν είναι μια εποχή ειρωνείας. Εξακολουθεί να είναι μια εποχή αγανάκτησης.
Αν απλώς μπορούμε να διατηρούμε την αίσθηση περί της σχετικότητας των πραγμάτων –ό,τι κι αν φέρει η τύχη– όλα τελικά θα στραφούν προς την θετική κατεύθυνση.
Φυσικά δεν μπορούμε να αποφύγουμε έναν δεδομένον εκνευρισμό όταν διαβάζουμε, την ημέρα μετά την σύλληψη του Metz (και γνωρίζοντας τι κόστισε αυτή η νίκη), μιαν ιστορία για την άφιξη στην πόλη της Μάρλεν Ντήτριχ.
Η αγανάκτηση για τέτοιου είδους πράγματα είναι πάντοτε λογική. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως οι εφημερίδες μας πρέπει να είναι βαρετές.
Απλώς, σε εποχή πολέμου δεν θεωρούμε ότι οι ενέργειες των αστέρων του κινηματογράφου είναι απαραιτήτως και μεγαλύτερου ενδιαφέροντος σε σύγκριση με την οδύνη των λαών ή την αιματοχυσία των στρατιωτών ή την αποφασιστική προσπάθεια ενός έθνους να βρει την προσωπική του αλήθεια.
Όλα αυτά τα πράγματα είναι δύσκολα.
Η δικαιοσύνη είναι ταυτοχρόνως μια ιδέα και ένα πάθος της ψυχής.
Πρέπει να μάθουμε να παίρνουμε ό,τι είναι ανθρώπινο σε αυτό χωρίς να το μεταμορφώνουμε στο τρομακτικά αφηρημένο πάθος που έχει διαφθείρει τόσο πολλούς άνδρες.
Η ειρωνεία δεν μας είναι ξένη –αυτό που παίρνουμε στα σοβαρά δεν είναι ο εαυτός μας αλλά η απερίγραπτη δοκιμασία που υφίσταται η χώρα αυτή και η τονωτική περιπέτεια προς την οποία υποχρεώθηκε να σαλπάρει. Υπό το φως αυτής της διακριτικής σκέψης, μπορούμε να πάρουμε τα πραγματικά μέτρα του καθημερινού καθήκοντος που αντιμετωπίζουμε καθώς και την σχετική του σημασία στο μεγάλο σχήμα που αποκτούν τα πράγματα.
Αισθανθήκαμε την ανάγκη σήμερα να πούμε τα πράγματα αυτό τόσο για χάρη μας όσο και για χάρη των αναγνωστών μας ώστε να γνωρίσουν πως σε ό,τι γράφουμε –μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει– είμαστε επιμελείς ως προς το καθήκον να είμαστε συνετοί και θρησκευτικά ευσεβείς: κάτι που όλοι οι δημοσιογράφοι πρέπει να υϊοθετήσουν ως το πιστεύω/credo τους.
Με μια λέξη, δεν παραλείπουμε τους εαυτούς μας από την κριτική έρευνα που πιστεύουμε ότι απαιτείται την παρούσα ώρα.



«ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ – ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ»
Αλμπέρ Καμύ
19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1946

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή

To κείμενο αυτό περιέχει τα αποσπάσματα από το αδημοσίευτο άρθρο του συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAT. Είναι το μοναδικό κείμενο του συγγραφέα από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα. Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries. Πρέπει να αναγνωστεί ως κεντρικό για το σύνολο των κειμένων Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ για το Σύνταγμα της Ισπανικής Ρεπούμπλικας με βάση το μοντέλο των πόλεων Βαλένθια, Βαρκελώνη, Μαδρίτη, Κάδιξ. Βλ. ειδικά την μετάφραση «Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ» αλλά τα κείμενα που περιστρέφονται γύρω από την 19η Νοέμβρη.

1. Εκ νέου, αυτή η σχετική ουτοπία είναι (η) μοναδική ευκαιρία. Ευκαιρίας δοθείσης, αυτό χαρακτηρίζεται τόσο ανουτοπικό που στοιχεία αυτών των ομάδων μπορούμε να τα δούμε στον πραγματικό κόσμο σήμερα. Το παράδειγμα που δίδεται εδώ είναι ένα παράδειγμα απλώς και μόνο κατ’ αποκλειστικότητα, σχεδιασμένο να εξυπηρετεί ως μια γενική ιδέα για το τι έχω κατά νου. Ένα όμορφο μοντέλο για αυτό το είδος συμφωνίας οργάνωσης ή οργανισμού που επανεξετάζει τον τρόπο παραγωγής της κοινωνίας μας είναι η εργατική ομάδα που έχει ιδρύσει ο Marcel Barbu στην Βαλένθια. Στην Γαλλία έχουμε πολλά υψηλά, διακεκριμένα και ευφυή μυαλά αλλά λίγοι –όσον αφορά την προσωπική μου εμπειρία– έχουν σημειώσει την σημασία του πειράματος Barbu και την αληθινή του αξία προς την παρούσα εποχή. Έχει δημιουργήσει μια κοινότητα 150 ανθρώπων με διάφορη πίστη (συμπεριλαμβανομένων μαρξιστών, Χριστιανών και αδέσμευτων μελών) που λένε ότι είναι ευτυχισμένοι που βρίσκονται εκεί. Βρίσκεται σε ύπαρξη επί 8 έτη. Άλλες, παρόμοιες κοινότητες έχουν ιδρυθεί. Ο κόσμος λέει ότι θα αποτύχουν αλλά –προς το παρόν– επιβιώνουν και, οπωσδήποτε, θα έχουν διασώσει λίγους ανθρώπους ομήρους της δυστυχίας για 8 έτη τουλάχιστον.Αυτή η κοινότητα δεν έχει υποσχεθεί μόνο σε όλους αυτούς τους εργαζόμενους αξιοπρέπεια και εσωτερική ειρήνη μέσα σε μια περίοδο 4 γενεών∙ τους έχει δώσει τα πράγματα αυτά σε ένα διάστημα λίγων ετών. Και πάλι, η απόλυτη απελευθέρωση εξαρτάται από την διεθνή αλλαγή και μεταρρύθμιση των θεσμών. Όμως, πειράματα σαν του Barbu που δημιουργεί έναν νέο τύπο ανθρώπινης σχέσεωςβασισμένον στις ελεύθερες επιλογές των ανθρωπίνων πλασμάτων με σεβασμό των διαφορών και της ελευθερίας όλων δείχνει ότι, στο ενδιάμεσο, είναι δυνατόν να γίνει κάποια πρόοδος προς την υπέρβαση της διεθνούς αταξίας και έχθρας. Η πρόοδος μπορεί να γίνει μόνιμη μόνον όταν θα έχει επιτευχθεί μια παγκόσμια οργάνωση ή οργανισμός. Έως τότε, θα βρίσκεται υπό το κράτος της απειλής –καθιστά, όμως, εφικτή την ελπίδα. Αυτές οι σχέσεις είναι που πρέπει να αναπτυχθούν και να επεκταθούν όπου είναι εφικτό διότι αυτό που διακυβεύεται είναι το κτίσιμο μιας κοινωνίας ζωντανήςεντός των πλαισίων της καταδικασμένης κοινωνίας στην οποία ζούμε τώρα. Άνθρωποι που θα διαβεβαίωναν καθημερινά σε κάθε πολιτική συζήτηση και διαπραγμάτευση ότι το μοναδικό αληθινά σημαντικό ζήτημα είναι το κτίσιμο μιας διεθνούς κοινωνίας∙ άνθρωποι που θα αποδείκνυαν ότι όλες οι υπόλοιπες συγκρούσεις –συνταγματικές και εκλογικές– είναι άνευ αξίας άνθρωποι που θα αφιερώνονταν στην διεθνή αλληλεγγύη και οργάνωση∙ άνθρωποι που απλώς θα όριζαν τις κοινές και προσωρινές αξίες που τις βρίσκουν απαραίτητες για την απόρριψη της δολοφονίας και για την επιδίωξη των σκοπών τους∙ άνθρωποι που θα αξίωναν την γενική κατάργηση της ποινής του θανάτου στην Δύση∙ που θα απέρριπταν όλα τα πλεονεκτήματα της κοινωνίας όπως την βρίσκουν σήμερα και δέχονται μόνο τα καθήκοντα και τις ευθύνες που τους συνδέουν με άλλους άνθρωποι που –υπό τις οποιεσδήποτε συνθήκες– θα προτιμούσαν το κήρυγμα έναντι της ισχύος ή εξουσίας και τον διάλογο έναντι της προσβολής∙ άνθρωποι που θα έφερναν στον Τύπο και, υπεράνω όλων, στα σχολεία τις αρχές και τους κώδικες επικοινωνίας που αναπτύσσονται εδώ∙ αυτοί οι άνθρωποι
2. Για τους ανθρώπους που ζυγίζουν αυτά τα ερωτήματα, επομένως, δεν βλέπω να υπάρχει πιο επείγουσα ανάγκη από το να δεσμευθούν με όλην τους την ενέργεια, αντίσταση και χρόνο, με τα ψηφοδέλτια (όση μικρή αξία κι αν έχουν), το ταλέντο τους και τα οικονομικά μέσα και πόρους που διαθέτουν για να απαιτήσουν μια παγκόσμια λύση ώστε να ελαφρυνθεί το βάρος της δυστυχίας και του τρόμου. Το κίνημα αυτό πρέπει να αναπτυχθεί όχι μόνον εντός κάθε χώρας αλλά, υπεράνω όλων,                                              στην διεθνή αρένα, αρχικά δια μέσου του κηρύγματος. Αυτό είναι το κύριο καθήκον, η πιο επείγουσα ανάγκη που βρίσκεται ενώπιόν μας κατά πρόσωπο και είναι η μόνη που μπορεί να είναι αποτελεσματική ή αληθινά ρεαλιστική. Ειδάλλως, λίγα μπορούμε να περιμένουμε από κυβερνήσεις που θα βρίσκονται βυθισμένες από τα βάρη του φορτίου τους ώσπου να επιλυθεί αυτό το ζήτημα –και οι ίδιες οι κυβερνήσεις το ξέρουν καλά αυτό. Το πρωταρχικό τους μέλημα είναι πώς να επιβιώνουνκαι, κατόπιν (ανάλογα με το ποια κόμματα συμμετέχουν από κοινού σε συνασπισμούς) να δίνουν διαβεβαιώσεις προς την ξένη δύναμη της επιλογής τους. Οπότε, προκύπτει ότι σε όλα τα υπόλοιπα θέματα όλες οι πιθανές λύσεις είναι προσωρινές. Τα μοναδικά ζητήματα που μετράνε είναι δύο: η δημιουργία μιας τάξης διεθνούς που θα επιφέρει επιτέλους διαρκώσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ισοδυναμούν με επανάσταση και η εφευρετική επινόηση ενός πρόσκαιρου σχήματος ή συστήματος για την αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών και την διαχείριση της ροής των οικονομικών πόρων. Και από την στιγμή που αυτοί είναι υπεύθυνοι για τον διεθνή οργανισμό σήμερα                                                    έχουν καταφέρει να κολλήσουν σε αδιέξοδο νεκρικής σιγής, τα άτομα που εργάζονται τόσο εντός της χώρας τους όσο και πέραν των συνόρων– πρέπει ένα ένα να εισέρχονται σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα τα επανενώνει σε συμφωνία με μια πιο λογική δέσμη αρχών και κανόνων.
3.…αυτά τα ερωτήματα και να απαντήσουμε. Για μένα, ισχύει ότι τα προηγούμενα δύο έτη ειδικά έχω μάθει ότι δεν υπάρχει κανενός είδους αλήθεια που θα την έβαζα πάνω από την ζωή ενός ανθρώπου.
4. Εγώ έχω κρίνει –για να το πω απλά, ύστερα από ένα έτος δημοσιογραφίας– την αδυναμία μου να δολοφονήσω τον οποιονδήποτε στο όνομα μιας μερικής αλήθειας ή ψευδαίσθησης της αλήθειας.Όπως πολλοί άνθρωποι σήμερα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορώ να αποδεχθώ την όποια αλήθεια.
5. Δεν μπορούμε, όμως, να αποδράσουμε από την αφηρημένη σκέψη (ώστε να δολοφονήσουμε –κατά κάποιον τρόπο– τον τρόμο δια μέσου μιας λογικής επιχειρηματολογίας μετριοπαθούς και ταπεινής ως προς τα συμπεράσματά της) δίχως τις προσπάθειες που καταβάλλει το πάθος. Όσο συγκρατημένες κι αν είναι οι ελπίδες μας, νομιμοποιούν να το προσπαθήσουμε. «Νομίζω ότι θα έπρεπε να είμαστε φανατικοί» είπε κάποτε ένας επαναστατημένος που τώρα είναι του συρμού «αλλά με αυτό δεν εξαιρώ την σοφία ή την κοινή αίσθηση της λογικής». Ας χρησιμοποιήσουμε, άρα, αυτήν την κοινή αίσθηση στο ζύγιασμα, στην εξισορρόπηση και στον συλλογισμό αυτών των γεγονότων. Στην μακρά μάχη ενώπιόν μας, δεν θα αρκεί αυτός ο ήρεμος και ήσυχος φανατισμός.
6. Ναι, ζούμε υπό καθεστώς τρόμου διότι δεν είναι δυνατή η πειθώ, διότι ο άνθρωπος έχει συρρικνωθεί φοβισμένος και έχει αποτραβηχθεί από την ζωή μέσα σε έναν κόσμο όπου δεν είναι πια δυνατό να ελπίζουμε ότι μπορούμε να αποσπάσουμε ανθρώπινες αντιδράσεις από άλλα ανθρώπινα όντα μιλώντας τους στην γλώσσα της ανθρωπότητας. 7. Ναι, ζούμε υπό καθεστώς τρόμου διότι ο άνθρωπος έχει παραδοθεί πλήρως στα χέρια της Ιστορίας… του μεσσιανισμού δίχως εκλεπτύνσεις οποιουδήποτε τύπου.

«ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή

1. Το κείμενο πρέπει να αναγνωστεί σε άμεση σχέση με την διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ: Ελληνισμός και Χριστιανισμός-Πλωτίνος και Αγ. Αυγουστίνος» καθώς και με το σύνολο του έργου (βιβλίων, δοκιμίων, άρθρων, μεταφράσεων Καμύ-Όργουελ) που έχει αφιερωθεί στην Ισπανία και την Ε.Ε. 2. Τον Σεπτέμβριο 1948 ο Αμερικανός Γκάρυ Νταίηβις ανακηρύχθηκε «Πολίτης του Κόσμου» στο Palais de Chaillot της Νέας Υόρκης και στηρίχθηκε από την εφημερίδα “COMBAT”με υπογραφές 500 διαννοουμένων, συγγραφέων και δημοσιογράφων με αίτημα για την δημιουργία Παγκόσμιας Κυβέρνησης των Σοφών. Συνελήφθη στις 19/11/1948 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., την ίδια ημέρα με την παρουσίαση στο Παρίσι του θεατρικού έργου «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ». Βλ. την ομιλία Καμύ στο κτίριο του Ο.Η.Ε. με θέμα «ΜΑΡΤΥΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» τον Δεκέμβριο 1948 και τα αποσπάσματα από το δοκίμιο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» για το πείραμα Camus-Barbu. 3. Η κινηματογραφική ταινία “Sierra de Teruel” αναφέρεται στην εμπειρία της Αποκάλυψης. Βασίστηκε στο μυθιστόρημα του André Malraux «L’ Espoir»-«Η Ελπίς» που εστιάζει στην μάχη για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας. Το θέμα συνδέεται με τις μεταφράσεις των Καμύ-Όργουελ ως προς την ελπίδα των φυλακισμένων της Ισπανίας και των προλετάριων. 4. Η αναφορά στον πρεσβευτή του Φράνκο αποτελεί παραπομπή στην παραίτηση του Καμύ από την UNESCO ως διαμαρτυρία για την αναγνώριση της δικτατορίας του.

Έχουμε μιλήσει προηγουμένως σε αυτόν τον κόσμο για την οφειλή μας προς τους Ισπανούς συντρόφους μας. Έπρεπε να γίνει γνωστό αυτό, πιστεύουμε, διότι όταν ο φασισμός ξεκίνησε το 1938                                                 να εξαπλώνει τις θεωρίες του περί καταπίεσης σε όλη την Ευρώπη, οι Ισπανοί ήταν οι πρώτοι που είχαν την εμπειρία της απεγνωσμένης σιωπής που επακολούθησε.
Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ο αγώνας μας είναι δικός τους αγώνας και ότι δεν μπορούμε να είμαστε ούτε ευτυχείς ούτε ελεύθεροι όσο η Ισπανία είναι σκλαβωμένη.
Να γιατί είμαστε έκπληκτοι από την μεταχείριση που εξακολουθεί να επιφυλάσσεται για ανθρώπους που ποτέ δεν πρόδωσαν το καθήκον τους προς την ελευθερία.
Αν μιλούμε για τους Σπανιόλους, είναι επειδή τους ξέρουμε καλά. Το ίδιο μελετάνε –με σκοπό την υποταγή– και για πολλούς αντιφασίστες μετανάστες.
Θέλουμε, άρα, να υποστηρίξουμε το διάβημα διαμαρτυρίας που έχει κατατεθεί προς τον αρμόδιο υπουργό-λειτουργό της υποδοχής τους από την Επιτροπή Δικαιοσύνης του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης αναφορικά με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα αυτής της μελέτης.
Τί ακριβώς σημαίνει αυτό;
Χάρη σε ορισμένους απλούς κανονισμούς, η κυβέρνηση συγκεντρώνει για μιαν ακόμη φορά τους Ισπανούς Ρεπουμπλικανούς Δημοκράτες εντός των χαρακωμάτων στο Παρίσι ή τους αποστέλλει στις γαλλικές επαρχίες όπου κινδυνεύουν να βρεθούν ανυπεράσπιστοι.
Πριν πούμε πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό, θα θέλαμε να φρεσκάρουμε τις μνήμες όσων δεν διαθέτουν φαντασία.
Το 1938, κόσμος για τον οποίο εφηύραμε το όνομα «ικέτες» (αν και δεν είχαμε καμιάν ιδέα τότε για την βαρύτητα που θα αποκτούσε από τα ίδια τα γεγονότα το νόημα και η σημασία της λέξης αυτής)συγκεντρώνονταν για να ζητήσουν άσυλο και εγκατάσταση σε τόπους στρατοπέδων.
Κατά την διάρκεια του πολέμου είτε υπέγραφαν εκουσίως για την εγκατάστασή τους είτε τους εξωθούσαμε σε καταναγκαστική εργασία.
Το καθεστώς του Vichy δεν σταμάτησε σε αυτές τις ευγενείς τακτικές.
Έθεσε σε αυτούς τους άνδρες την επιλογή να διαλέξουν μεταξύ δουλείας και θανάτου.
Οι Ισπανοί Ρεπουμπλικανοί έπρεπε είτε να εργαστούν υπέρ της Γερμανίας είτε, ειδάλλως, να επιστρέψουν στην Γερμανία.
Οι περισσότεροι από τους συντρόφους μας ενώθηκαν με την Αντίσταση και πολέμησαν υπέρ της απελευθέρωσής μας στην οποία –με μια προσήλωση που άξιζε καλύτερης μοίρας– επέμειναν πεισματικά διότι την θεωρούσαν ως και δική τους.
Άλλοι, στις πόλεις, πήραν πλαστές άδειες εργασίας. Και άλλοι εργάστηκαν υπέρ του κατακτητή.
Σήμερα σε όλα αυτά τα ζητήματα έχει γίνει πλήρης εκκαθάριση.
Οι Ρεπουμπλικανοί που χρησιμοποίησαν πλαστά ή αληθινά πιστοποιητικά εργασίας των Γερμανώνγια να κανονίσουν τις υποθέσεις τους συγκεντρώνονται τώρα στα χαρακώματα και στους στρατώνες Kellermann ή αποστέλλονται εκτός των υπουργικών γραφείων του Σηκουάνα.
Στο μεταξύ, αυτοί που πολέμησαν στην Αντίσταση βρίσκονται στην πλέον οξύμωρη κατάστασηεπειδή δεν υπέβαλαν αίτηση μεταφοράς για να βρουν δουλειά σε κάποιαν περιοχή σύμφωνα με τις διατάξεις που είχαν ορίσει οι Γερμανοί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι βρίσκονται εν ζωή και μπορούν ανά πάσα στιγμή –ή, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό συμβαίνει όντως– να συλληφθούν.
Επί 6 έτη τώρα βρίσκονται καθ’ οδόν.
Οι άνθρωποι αυτοί έχουν υπομείνει όχι μόνο την ήττα και την εξορία αλλά, επίσης, 6 έτη ταπείνωσης και απογοήτευσης.
Στο μεταξύ, η προπαγάνδα από ορισμένα τετράγωνα έχει πλήξει την φήμη και την τιμή των συντρόφων μας στον νου ορισμένων Γάλλων.
Θέλουμε, όμως, να πούμε όσο το δυνατόν πιο έντονα ότι οι άνθρωποι αυτοί –αντιθέτως– υπήρξαν κι οι πρώτοι που έθεσαν ένα παράδειγμα θάρρους και αξιοπρέπειας για εμάς ώστε οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι αν αποκαταστήσουμε την επικοινωνία μας μαζί τους.
Ενάντια σε αυτήν την στοιχειώδη αίσθηση, υπάρχουν γραφειοκρατικές δικαιολογίες που έχουν εκτεθεί.
Το προς διαπραγμάτευση θέμα όμως, δεν είναι υλικό ούτε ζήτημα γραφειοκρατικό. Είναι ζήτημα της καρδιάς.
Εάν οι γραφειοκρατικοί κανονισμοί αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτούς τους βαθύτατους πόθους που αισθανόμαστε, η λύση είναι αρκετά απλή: οι κανονισμοί και οι νόμοι πρέπει να αλλάξουν πριν παρέλθη «ΙΩΤΑ ΕΝ Ή ΜΙΑ ΚΕΡΑΙΑ» από το χρέος που οφείλουμε στην Ισπανία.
Οι σκέψεις αυτές ήρθαν χθες στον νου μας καθώς βγαίναμε από την προβολή της Sierra de Teruel,του ασυναγώνιστου φιλμ του Μαλρώ για τον πόλεμο στην Ισπανία.
Θα θέλαμε όλοι στην Γαλλία να δουν τα πρόσωπα αυτών των πολεμιστών και αυτού του ασύγκριτου λαού να διαπνέονται από ενότητα και να τα δένουν οι ηρωϊκές θυσίες.
Αν πρόκειται να διεκδικήσουμε τον τίτλο του «μεγάλου έθνους», πρέπει να είμαστε ικανοί να αναγνωρίσουμε το μεγαλείο και να το χαιρετήσουμε όπου υπάρχει.
Δεν υπάρχει άνθρωπος αντάξιος του ονόματος αυτού που δεν θα είχε νοιώσει χθες μιαν σουβλιά στην καρδιά του στην θέα αυτών των εικόνων μιας μάχης που ήταν εξαρχής άνιση αλλά από την οποία ποτέ κανείς δεν έχει παραιτηθεί ώστε να την θεωρεί χαμένη.
Έχουμε επίγνωση ότι είναι αδύνατον να δεχόμαστε τον πρεσβευτή του Φράνκο και –την ίδια ώρα– να αντιμετωπίζουμε με δικαιοσύνη τους ανθρώπους που αυτός προσβάλλει.
Υποστηρίζουμε ότι πρέπει να γίνει μια εκλογή.
Οπωσδήποτε, δεν είναι δυνατόν να παρακάμπτεται ένα δεσποτικό, δικτατορικό καθήκον λόγω της υποκρισίας περί συμμόρφωσης με κανονισμούς «θεάτρου του παραλόγου».
Κι αν οι γραφειοκράτες επιμείνουν πεισματικά να αγνοούν το γεγονός, τότε θα πρέπει να καταστραφεί η γραφειοκρατία για να τους εμποδίσει να μας γυρίσουν πίσω –για μιαν ακόμη φορά– στην εξαθλιωμένη κατάσταση μιας χώρας που διώκει τους πιο υπερήφανους υπερασπιστές μιας ρεπουμπλικανικής ελευθερίας που την ίδια ώρα ανεβάζει στα ουράνια.

«ΤΡΙΓΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ

COMBAT”, 3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με τα άρθρα του συγγραφέα περί Τύπου, φωτός και Αναγέννησης και σε συνδυασμό με τα άρθρα περί Αλεξάνδρου Μποτιτσέλλι, Θεών και Γερμανίας. Αξίζει να προσεχθεί η σύμπτωση Παρισίων, Πάρη (Paris) και Αλεξάνδρου.

Από την Daily Mail μόλις κυκλοφόρησε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Alan Forbes για τον Γαλλικό Τύπο. Είναι περιττό να ειπωθεί ότι το άρθρο αυτό είναι πολύ καλά τοποθετημένο προς την Γαλλία. Εκθέτει με απλότητα τις απόψεις ενός συνεργάτη με εξαιρετική αισθητική αντίληψη, ο οποίος έχει εντυπωσιαστεί επειδή ο Τύπος της Γαλλίας εν γένει αφιερώνει περισσότερο χώρο στην εγχώριο πολιτική σκηνή παρά σε ειδήσεις περί πολέμου.
Ο Άγγλος δημοσιογράφος αισθάνεται ευχαρίστηση διότι δεν συμβαίνει το ίδιο στην χώρα του.
Έχει δίκιο να είναι ευχαριστημένος.
Το γεγονός αυτό είναι η απόδειξη πως η Αγγλία είναι υγιής, κάτι που δεν ισχύει για την Γαλλία.
Έχουμε ήδη ασκήσει κριτική στα ελλείμματα του Γαλλικού Τύπου αρκετά συχνά ώστε να μην μπορούμε να ασκήσουμε –κατ’ εξαίρεσιν– μιαν αντικειμενική κριτική εάν αυτή παρουσιαστεί με ευγένεια.
Ωστόσο, η αντικειμενικότητα απαιτεί από εμάς να εκθέσουμε τις παρατηρήσεις του κ. Forbes εντός ενός πλαισίου και ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Κατ’ αρχάς, γιατί δεν αφιερώνουμε περισσότερον χώρο σε θέματα πολέμου;
Η απάντηση είναι απλή: δεν λαμβάνουμε περισσότερη πληροφόρηση από αυτήν που δημοσιεύουμε. Όλα τα νέα μας περί πολέμου πηγάζουν από μία πηγή: την Γαλλική Υπηρεσία Τύπου, η οποία κατά σύμπτωσιν έχει κάνει την δουλειά της άκρως ανταγωνιστικά. Σε αντίθεση με τους Βρεττανούς συναδέλφους, δεν διαθέτουμε τα 2 ή 3 εθνικά και ξένα πρακτορεία ειδήσεων ή ξένα γραφεία που έχουμε ανάγκη. Καμία Γαλλική εφημερίδα δεν μπορεί σήμερα να στείλει έναν ανταποκριτή στο εξωτερικό –ούτε καν στην Γενεύη.
Δεν μπορούμε να βρούμε έναν δημοσιογράφο ούτε για να τον στείλουμε στο μέτωπο στο Saint-Nazaire.
Επιπλέον, οι Αγγλικές εφημερίδες μπορούν να προσθέτουν ειδήσεις (που έχουν παραδώσει οι δικοί τους πολεμικοί ανταποκριτές) στις υπόλοιπες πηγές πληροφόρησής τους.
Ύστερα από 1 μήνα –και περισσότερο– προσπαθειών, δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε τον στρατό των Συμμάχων να αναγνωρίσει τις δικές μας.
Προφανώς, στην περίπτωσην αυτή, η ευθύνη μας πρέπει να κριθεί υπό το φως αυτών των συνθηκών.
Με μιαν γενικήν εκτίμηση, θα μπορούσαμε να μαντέψουμε ότι τα νέα που εμείς λαμβάνουμε είναι περίπου το 1/3 αυτών που λαμβάνουν οι Άγγλοι συνάδελφοι. Άρα, δεν θα έπρεπε κανείς να εκπλήσσεται που αυτό το 1/3/ δημοσιεύουμε.
Είναι σφάλμα να πιστεύει κανείς ότι δεν θα αφιερώναμε στον πόλεμο όλην την προσοχή που αξίζει, εάν είχαμε την ευκαιρία. Ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι το πρωταρχικό ενδιαφέρον του κοινού και –ακόμη και από μιαν καθαρά επαγγελματικήν άποψη θέασης– δεν είμαστε τόσο τυφλοί όσο να αποτύχουμε να δούμε τι κρύβεται κάτω από αυτό.
Κι έτσι ερχόμαστε στην ύλη της πολιτικής κάλυψης των θεμάτων της χώρας.
Είναι αλήθεια πως αυτό αποτελεί το προπατορικό αμάρτημα των Γάλλων.
Ισχύει, επίσης, ότι ο Τύπος μας δεν διακρίνει πάντοτε ανάμεσα στην φωτεινή κριτική και στην στείρα πολεμική.
Οι Άγγλοι φίλοι μας δεν πρέπει να ξεχνούν ότι οι Γάλλοι διαθέτουν αρκετά καλούς λόγους που χρησιμοποιούν τόσον υψηλήν ενέργεια και, ορισμένες φορές, πάθος στις αξιώσεις για την χώρα τους. 
Η Αγγλία δεν έχει –όπως εμείς– την εμπειρία του φαινομένου της προδοσίας.
Επί μια 4ετία αυτή η προδοσία δηλητηρίαζε την εθνική ζωή της Γαλλίας και συνεχίζει να διαστρεβλώνει τα πλέον οδυνηρά θέματα που αντιμετωπίζουμε. Η Αγγλία δεν είχε να αντιμετωπίσει την ντροπή που είχαμε εμείς να αντιμετωπίσουμε. Κανένας Άγγλος δεν αναγκάστηκε, όπως εμείς, να αρνηθεί να δώσει το χέρι του σε έναν άλλον Άγγλο. Στην Μεγάλη Βρεττανία το μίσος δεν είναι υποχρεωτικό.
Κανένα άλλο έθνος δεν είχε να συμφωνήσει με μιαν δοσιλογία σαν κι αυτήν που υποστήκαμε εμείς –κάτι μοναδικό λόγω της διάρκειάς της, της έκτασής της και της επάρκειάς της. Προφανώς, αυτό δημιουργεί ορισμένα προβλήματα και δεν θα είχε νόημα εάν αναβάλλαμε την επίλυσή τους για αργότερα.
Πράγματι, ορισμένοι από εμάς παραμένουν εγρήγοροι σε σχέση με τα προβλήματα της χώρας μας ακριβώς διότι σκεπτόμαστε τον πόλεμο.
Γνωρίζουμε από θλιβερή πείρα ότι μια χώρα δεν μπορεί να μπει στον πόλεμο δίχως να είναι σίγουρη πως είναι υγιής. Ήμασταν τότε πολύ ασθενείς. Δεν είναι λογικό να σκέπτεται κανείς ότι η ανάρρωση είναι τώρα ένα κεκτημένο και ότι μπορούμε να θέσουμε ένα στοίχημα υπέρ της εισόδου στον πόλεμο προάσπισης της δημοκρατίας δίχως ταυτοχρόνως να κάνουμε την ίδια την δημοκρατία απτή πραγματικότητα.
Το άρθρο του Alan Forbes ολοκληρώνεται με μιαν έκκληση για κατανόηση μεταξύ των 2 χωρών.
Δεν θα ήμασταν τόσο φαντασμένοι ώστε να μιλήσουμε εξ ονόματος μιας πλειοψηφίας Γάλλων.
Αυτοί, όμως, που γνωρίζουμε αισθάνονται τον πόθο να τα βρουν με την Αγγλία, έναν πόθο βαθύ, φλογερό και δίχως ταπεινά κίνητρα.
Με τον σκοπόν αυτόν, όμως, στον νου είναι που θα πρέπει να παραδεχθούμε τις αμοιβαίες μας αδυναμίες και να κάνουμε μιαν προσπάθεια να τις καταλάβουμε.
Οι δικές μας αδυναμίες είναι σήμερα οι πιο σημαντικές. Δεν έχουμε ιδιαίτερον λόγο να είμαστε υπερήφανοι για αυτές αλλά, επίσης, ούτε και να ντρεπόμαστε για αυτές.
Όλα όσα μπορεί κανείς να μας ζητήσει είναι να κάνουμε μιαν καλόπιστη προσπάθεια να τις διορθώσουμε. Αυτήν την καλή πίστη την έχουμε.
Και ελπίζουμε ότι ο συνεργάτης μας θα έχει την ευγένεια να δει μιαν χειρόγραφον απόδειξιν αυτής στις αφέλειες –και στην απλότητα– με τις οποίες εκθέσαμε τις παρατηρήσεις μας.


«COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό είναι θεμελιώδες για την γραμμή του κινήματος COMBAT περί αναγέννησης της χώρας και την Ελληνική Γλώσσα και πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με τον επίλογο στα έργα «Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» και «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», να συνδυαστεί με τα άρθρα «ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» και με «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» και την ενότητα με θέμα «Η προσκόλληση και αφοσίωση των πιστών» στην μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Βλ. και το αδημοσίευτο άρθρο του δημοσιογράφου-συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAΤ και είναι το μοναδικό κείμενο από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα –Copyright by Albert Camus and CombatRights of reproduction reserved for all countries. Για το θέμα του ρεαλισμού, βλ. τα κείμενα περί Τέχνης και το σύνολο των άρθρων για την Ισπανία, κυρίως την «19η ΙΟΥΛΙΟΥ 1936».

Την 26η Μαρτίου 1944 στο Αλγέρι, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση της εφημερίδας Combat ανακοίνωσε ότι το κίνημα «COMBAT» ενέκρινε την εξής δήλωση: «Αντι-Κομμουνισμός σημαίνει το πρώτο βήμα προς την δικτατορία».
Νομίζουμε ότι αξίζει να το υπενθυμίσουμε αυτό στον λαό και να προσθέσουμε ότι δεν πρέπει σήμερα να αλλάξει ούτε μια λέξη από αυτό το ανακοινωθέν καθώς αναζητούμε και διερευνούμε –μαζί με ορισμένους εκ των Κομμουνιστών συντρόφων μας– ορισμένες παρεξηγήσεις που προσφάτως ηγέρθησαν.
Πράγματι, είμαστε πεπεισμένοι ότι τίποτε καλό δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες μυστικότητας.
Με την εισαγωγή μας αυτή, σήμερα, σε ένα από τα πιο δύσκολα ανοιχτά θέματα επιθυμούμε να δοκιμάσουμε την γλώσσα της λογικής και της ανθρωπιάς.
Η ανωτέρω αρχή δεν υϊοθετήθηκε δίχως στοχασμό.
Αποκρυστάλλωσε την εμπειρία των προηγηθέντων που υπαγόρευσαν αυτήν την κατηγορηματική πρόταση.
Δεν σημαίνει αυτό ότι είμαστε Κομμουνιστές.
Ούτε οι Χριστιανοί είναι Κομμουνιστές, ωστόσο, αν και είναι έτοιμοι να αγκαλιάσουν μιαν ενωμένη δράση με τους Κομμουνιστές.
Η δική μας στάση –όμοια με αυτή των Χριστιανών– ισοδυναμεί με την έκφραση της θέσεως ότι ναι μεν δεν συμφωνούμε με την φιλοσοφία ή την ηθική των πρακτικών του Κομμουνισμού αλλά απορρίπτουμε με ρώμη τον πολιτικό αντικομμουνισμό επειδή ξέρουμε από τι εμπνέεται και ποιοι είναι οι ανομολόγητοι σκοποί του.
Μια τόσο σταθερή στάση δεν θα έπρεπε να αφήνει καθόλου χώρο για ενδεχόμενες παρεξηγήσεις. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι η υπόθεση δεν εξελίσσεται έτσι. Άρα, μάλλον έχουμε εκφραστεί αδέξια ή, απλώς, ευθέως συγκεκαλυμμένα.
Τώρα καθήκον μας είναι να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τις παρεξηγήσεις αυτές και να τις εξηγήσουμε. Ποτέ δεν μπορεί να υπάρχει αρκετή ειλικρίνεια ή ευκρίνεια στην επίλυση ενός από τα πιο σημαντικά προβλήματα του αιώνος.
Ας ξεκινήσουμε, άρα, δηλώνοντας σαφώς ότι μια πιθανή πηγή της παρεξήγησης είναι μια διαφορά στην μέθοδο.
Οι περισσότερες από τις κολλεκτιβιστικές ιδέες των συντρόφων μας, το κοινωνικό τους πρόγραμμα, το ιδεώδες τους για την δικαιοσύνη καθώς και η απέχθεια για μιαν κοινωνία στην οποία καταλαμβάνουν τις πρώτες γραμμές το χρήμα και τα προνόμια, όλα αυτά τα μοιραζόμαστε εξίσου.
Ελευθέρως αναγνωρίζουν οι σύντροφοί μας ότι η προσκόλλησή τους σε μιαν εξαιρετικά συνεκτική και συνεπή φιλοσοφία της ιστορίας νομιμοποιεί την αποδοχή του πολιτικού ρεαλισμού εκ μέρους τους ως του πρωταρχικού δρόμου προς την εξασφάλιση ενός ιδανικού που πολλοί Γάλλοι ενστερνίζονται.
Επ’ αυτού του θέματος της ύλης, διαφέρουμε καθαρά.
Όπως πολλές φορές έχουμε επαναλάβει, δεν πιστεύουμε στον πολιτικό ρεαλισμό.
Η δική μας μέθοδος είναι διαφορετική.
Οι Κομμουνιστές σύντροφοί μας μπορούν να καταλάβουν ότι ορισμένοι άλλοι άνθρωποι –δίχως να κατέχουν ένα δόγμα τόσο ακλόνητο όπως το δικό τους– είχαν πολύ να σκεφτούν αυτά τα 4 έτη που πέρασαν και με ανοιχτό μυαλό είχαν την ευκαιρία να σκεφτούν εν μέσω χιλιάδων κινδύνων.
Καθώς αρίφνητες ιδέες παρασύρθηκαν και πολυάριθμες παρθένες ψυχές θυσιάστηκαν στα ερείπια, οι άνθρωποι αυτοί αισθάνθηκαν την ανάγκη για μιαν νέαν πίστη και μιαν νέα ζωή.
Για αυτούς, τον Ιούνιο του 1940 πέθανε ένας ολόκληρος κόσμος.
Σήμερα αναζητούν για αυτήν την νέαν αλήθεια με την ίδια καλή βούληση                       και το ίδιο ανοιχτό πνεύμα. Είναι εύκολο, επιπλέον, να καταλάβουμε ότι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι –αναλογιζόμενοι τις πιο πικρές τους ήττες και έχοντας επίγνωση των προσωπικών τους ελλείψεων– ανακάλυψαν ότι η χώρα τους είχε αμαρτήσει εξαιτίας της όλης σύγχυσης και ότι, προκειμένου να αναδυθεί το μελλοντικό της σχήμα, έπρεπε να αφιερωθεί αξιοσημείωτη προσπάθεια για να επιτευχθεί μια νέα διαύγεια και ένα νέο όραμα.
Αυτή είναι η μέθοδος που επιχειρούμε να εφαρμόσουμε σήμερα.
Ελπίζουμε ότι οι άλλοι θα μας αναγνωρίσουν το δικαίωμα να διεξάγουμε αυτήν την προσπάθεια με καλήν πίστη.
Πρόθεσή μας δεν είναι να επανεφεύρουμε την πολιτική της χώρας από την κορυφή ως τα νύχια αλλά να αναλάβουμε ένα εξαιρετικά περιορισμένο πείραμα: να εισάγουμε την γλώσσα της ηθικής εντός των πολιτικών πρακτικών μέσω της εξάσκησης απλής, αντικειμενικής κριτικής.
Αυτό, εν τέλει, ισοδυναμεί με το να πούμε «ναι» και «όχι» κατά τον ίδιο χρόνο, ταυτογχρόνως –κι αυτό με την ίδια σοβαρότητα και αμεροληψία.
Εάν μας διαβάζετε προσεκτικά και με την άμεση καλή βούληση που θα συμφωνούσατε να συμψηφίσετε προς οποιονδήποτε έδρασε με καλή πίστη, θα δείτε ότι συχνά δίνουμε με το ένα χέρι ό,τι φαίνεται πως παίρνουμε με το άλλο –και, στο μεταξύ, προσθέτουμε.
Εάν επικεντρωθείτε μόνο στα αρνητικά μας, οι παρεξηγήσεις είναι αναπόφευκτες. Εάν, όμως, φέρετε σε ισοζύγιο τα αρνητικά μας σε σχέση με τις χιλιοειπωμένες διακηρύξεις μας περί αλληλεγγύης, θα δείτε καθαρά ότι προσπαθούμε να μην ενδώσουμε στην ματαιότητα των ανθρωπίνων παθών ενώ διαρκώς επιδιώκουμε να αντιμετωπίσουμε ακριβοδίκαια ένα από τα πλέον εντυπωσιακά πολιτικά κινήματα της ιστορίας.
Ανά καιρούς, μπορεί να είναι δύσκολο να δει κανείς ποιο είναι το επακριβές σημείο της μεθόδου μας.
Η δημοσιογραφία δεν είναι γνωστή ως μια σχολή τελειοποίησης.
Μπορεί να χρειαστούν 100 τεύχη μιας εφημερίδας για να αποκαλύψει έστω και μία μόνη ιδέα. Αυτή η ιδέα, όμως –αν είναι καθαρή– μπορεί να βοηθήσει να φωτιστούν και άλλες, δεδομένου ότι η ίδια αντικειμενικότητα που αφιερώθηκε στην μορφοποίησή της αποδίδεται και στην εξέταση των συνεπειών της.
Μπορεί, εξάλλου, να κάνουμε λάθος –η μέθοδός μας να είναι ουτοπική και ανέφικτο να εφαρμοστεί. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι είναι σφάλμα να το αποφασίσουμε αυτό εκ των προτέρων, πριν επιχειρηθεί ό,τι άλλο.
Αυτό που κάνουμε εδώ είναι να διεξάγουμε ένα πείραμα τόσο τίμια όσο το κάνει κάθε άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνο για την τιμιότητα.
Ζητούμε απλώς από τους Κομμουνιστές συντρόφους μας να το σταθμίσουν αυτό όπως κι εμείς σταθμίζουμε τις αντιρρήσεις τους. Σε έσχατη ανάλυση, θα κερδίσουμε αμφότεροι από την αποκάλυψη των στάσεών μας και ιδίως εμείς θα ωφεληθούμε εφόσον μάθουμε περισσότερα για τις εγγενείς δυσχέρειες του προγράμματός μας και για τις πιθανότητες επιτυχίας του.
Να γιατί απευθυνόμαστε στους συντρόφους μας με αυτήν την ορολογία.                  Υπάρχει, ακόμη, η οξύτατη αίσθησή μας για το τι θα άντεχε να χάσει η Γαλλία εάν επρόκειτο οι αμοιβαίες αμφιβολίες και υποψίες να μας οδηγήσουν σε ένα πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο οι καλύτεροι της Γαλλίας –σε σύγκριση με την πολεμική και την διαφωνία θα αρνούνταν να ζουν επιλέγοντας την μοναχικότητα.

«Η ΑΠΑΤΗ ΚΑΙ Η ΑΡΕΤΗ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό είναι από τα κύρια για την στήριξη του έργου του δημοσιογράφου-συγγραφέα και συνδέεται πρωτίστως με την εισαγωγή στην διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» περί «επιστροφής στις πηγές» και την αναφορά στις Χριστιανικές Κατακόμβες σε συνδυασμό με τα άρθρα περί Γερμανίας και περί πινάκων του Μποτιτσέλλι, το άρθρο «ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ», τις αναφορές στο πλοίο και στο πλήρωμα του Χριστιανισμού, με τις αναφορές σε καταθέσεις στο άρθρο «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ» και σε συνδυασμό με τα άρθρα «Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ» «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ» και όλα τα άρθρα περί Τύπου, Δικαιοσύνης, Μέτρου και Δημοκρατίας. Ωστόσο, πρέπει να συσχετιστεί                        με το θεατρικό έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» καθώς και τα άρθρα «Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» και «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ». Σημειώνεται ότι το αδημοσίευτο άρθρο του συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAT (μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου) είναι το μοναδικό κείμενο του συγγραφέα από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα. Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countriesΤο θέμα της επιστημονικής έρευνας των κοινωνιών πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν για την όλη φιλοσοφία του οργανισμού με τον τίτλο «ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.» και την θέση σε ισχύ του όλου Λειτουργικού Συστήματος με βάση το Κ.Π.Σ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό στηρίζεται στο Κείμενο Συνθήκης της Διάσκεψης του Ο.Η.Ε. στην Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 περί διεθνών υδάτων των κρατών σε συνδυασμό με το δόγμα Capitant το οποίο δημιούργησε το νομικό καθεστώς απόσχισης μιας εδαφικής συλλογικότητας σε ανεξάρτητο κράτος θαλάσσιας επικράτειας μόνο και με βάση το Σύνταγμα του 1958 και ενισχύθηκε το 1966 με την θεωρία περί εξειδικευμένης ερμηνείας και σε σχέση με τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου. Αυτό στηρίζει την σύλληψη του κινήματος COMBAT από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. σε συνδυασμό με το λειτουργικό σύστημα της Ε.Ε και του οργάνου του Υπουργείου Πληροφοριών (Ministry of Information-M.O.I.) κοινού σε Όργουελ («1984) και Καμύ (COMBAT) επί τη βάσει του Μανιφέστο του Vendotene (1941) των Spinelli-Camus και του Σχεδίου Συνθήκης Spinelli για το Σύνταγμα της Ε.Ε. το οποίο είναι το μοναδικό που ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ έχει ήδη ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 14/2/1984.
Σε εφαρμογή των κειμένων διατάξεων, ο Officiel δημοσίευσε το κείμενο μιας εκτελεστικής εντολής που διατάσσει τις εφημερίδες να αποκαλύψουν τα αριθμητικά και λογιστικά στοιχεία της παραγωγής τους και να ενημερώσουν τον Υπουργό Πληροφόρησης για τις πωλήσεις τους προκειμένου να αυξηθούν ή να μειωθούν αναλόγως οι τιμές κατακύρωσής τους προς το ενδιαφερόμενο κοινό.
Η τάξη αυτής της διατακτικής εντολής διαπνέεται από την λογική.
Η δημοσιοποίηση των αριθμών κυκλοφορίας θα είναι κάποτε μια μέθοδος για την κατακύρωση των πόρων που προέρχονται από τις πηγές της κάθε ανταγωνιστικής εφημερίδας.
Άλλωστε, είναι σαφές ότι οι λειτουργίες του Τύπου θα πρέπει να είναι ανοιχτές στην δημόσια έρευνα.
Ως προς τις ανακοινώσεις των αριθμών κυκλοφορίας, εγείρονται ορισμένες δυσκολίες διότι θα μπορούσαν να καταλήξουν σε αδικίες εις βάρος ορισμένων από τις αδελφές επιχειρήσεις οι οποίες δεν πουλούν όλες τις εφημερίδες που τυπώνουν και μπορεί να θεωρηθεί ακατάλληλο να δοκιμάσουν άλλο την τύχη τους.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι η διαταγή της εκτελεστικής εξουσίας θεσπίστηκε υπό το πνεύμα της δικαιοσύνης και του ορθολογισμού.
Το επιχείρημά μας είναι απλώς και μόνον ότι η λογική του μέτρου πρέπει                       να εκτελεστεί με συνέπεια ως το τέλος.
Πράγματι, υπάρχουν κράτη που λειτουργούν με τάξη η οποία ορίζει ότι σε περίπτωση απάτης, η κατακύρωση της προμήθειας χάρτου για την περίοδο των 2 εβδομάδων θα μειωθεί –κατά συνέπειαν, πάντοτε– κατά ένα ποσό το οποίον ανταποκρίνεται στο νούμερο των αντιγράφων που δεν έχουν τυπωθεί ή δεν έχουν ζήτηση ή τηρούνται κρυφά ή δεν τα έχει διεκδικήσει κανείς.
Πιστεύουμε ότι αυτή η παράγραφος η μικρή, η οποία ασχολείται με ένα φαινομενικά δευτερεύον ζήτημα, θέτει ένα πρόβλημα πολιτικής ηθικής ανωτάτης σημασίας.
Ποιό είναι, κατά κυριολεξία, το νόημά του;
Ότι η κλοπή και η απάτη πρέπει να γίνονται ανεκτές και ότι η μοναδική της τιμωρία θα είναι μια μείωση στην ποσότητα του χάρτου που παραχωρείται σε ποσότητα ίση με τις αναλογίες των μετοχών που χάθηκαν στην προηγούμενη εν λόγω παραχώρηση.
Αυτό το μέτρο δεν αποτελεί ποινή αλλά προσαρμογή, δηλαδή μιαν συναλλαγή στο ισοζύγιο πληρωμών μεταξύ κλέφτη και θύματος.
Δεδομένου τούτου, αυτή η μικρή περικοπή του κειμένου βασίζεται σε αρχές ανεπακόλουθες.
Τούτο ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι η απάτη είναι ταυτογχρόνως αναπόφευκτος και αφέσιμη.
Εάν είναι αλήθεια ότι κάθε ποινή είναι αναλογική με το έγκλημα, τότε το μέτρο αυτό ισολογίζεται με το να δίνει συγχωροχάρτι κάποιος στον απατεώνα, κάτι που στο τέλος του χορηγεί δωρεά ενός –τρόπον τινά– στάτους φυσικής έξεως.

Ε λοιπόν, αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος έναρξης.
Εάν επιθυμούμε να στερεώσουμε και να θεσπίσουμε νέες σχέσεις μεταξύ των πολιτών, εάν θέλουμε να εκδίδονται αποφάσεις με πνεύμα τιμιότητας ώστε να θερίζουμε τους καρπούς της, τότε πρέπει να καλούμε τα σκάφη «σκάφη» και να ποινικοποιήσουμε την απάτη για όποιον τα κλέβει.
Δεν πρόκειται να πούμε περισσότερα για τον κίνδυνο που προκαλεί στον νέον Τύπον αυτή η πολιτική έκφραση. Δεν είναι καλή ιδέα να προκαλεί κανείς τον κόσμο να κλέβει σκάφη –και αν ο μόνος κίνδυνος κλοπής είναι να ανταμοίβεται η απάτη και όχι να τιμωρείται, ε τότε αυτός είναι πειρασμός!
Δεν είναι ανάγκη να αποδείξουμε, άρα, με πόση ταχύτητα θα ‘τρωγαν την σκόνη μας όλοι οι ενάρετοι που, αναπόφευκτα μετά, θα απολύονταν επειδή έχουν αφέλεια.
Επιπλέον, το να κλέβεται κάποιος τόσο γαλήνια και καλόβουλα σημαίνει,                     επί της ουσίας, ότι την νομιμοποιεί.
Δεν κάνουμε πρόταση εδώ να ανακηρύξουμε την αγνότητα σε κανόνα.
Η αρετή σπανίως βασιλεύει στα ανθρώπινα –και δεν θα ‘κανε κανείς το λάθος να υποθέσει ότι έχουμε κι εμείς αφέλεια.
Ωστόσο, η απάτη θα πρέπει να πληρώνεται με σύλληψη –και με σκληρότητα ώστε να γίνεται φανερή η βούληση να μην υπάρχει πλέον ανοχή.
Μια εφημερίδα που διαφθείρει τα βιβλία της κι ελπίζει ότι θα ανεβάσει την κυκλοφορία της, δεν έχει δικαίωμα να μιλά έναντι του λαού της Γαλλίας:                 φως φανάρι.
Εκ πρώτης όψεως, η μικρότερη της απάτης για εφημερίδες πρέπει –αν όχι σε ισόβια– να υφίσταται την εξής ποινή: να αναστέλλεται το κρέμασμα των φύλλων της και η διανομή της για μιαν περίοδο χρόνου αρκετά μεγάλη ώσπου να γίνει αντιληπτή η αθωότητά της.
Εκλιπαρούμε άφεση αμαρτιών από τον λειτουργό πληροφόρησης που πήραμε τον χρόνο του με μιαν εκδοτική διαμάχη που κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διαλογής «δευτέρας».
Το καθήκον μας, ωστόσο, είναι να εξασφαλίσουμε ότι οι αξίες αποκαθίστανται στον σωστόν τους τόπο και να καταδείξουμε ότι η ιδέα περί απάτης είναι μια διαρκής αιτία εθνικής παρακμής.
Εάν ο Officiel αγνοήσει την έρευνα αυτή όσο σοβαρά πρέπει, εναπόκειται                        στον Τύπο να το κάνει και να στηρίξει ακλόνητα και αξιοπρεπώς τις απαραίτητες αρχές εταιρικότητας.



«Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι θεμελιακό για την στήριξη όλων των υπολοίπων γραπτών στο σύνολο του έργου του συγγραφέα που εκτυλίσσεται και επικεντρώνεται γύρω από την 19η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ αλλά και σε συμφωνία με τα άρθρα με τίτλο α) «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ», «ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και β) «Το επάγγελμα του Δημοσιογράφου», «Η Δευτέρα Παρουσία και η αντίσταση των εφημερίδων», «Ιδιοκτησία του Τύπου και Χριστιανισμός», «Χριστιανικός διάλογος και Δημοσιογραφία», «Η απάτη και η αρετή στις εκδόσεις», Ραδιόφωνο και Χριστιανική Δημοκρατία». Βλ. τις μεταφράσεις Όργουελ περί Ελευθερίας του Τύπου και Επιστήμης. Για το θέμα του όρκου, το άρθρο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».
2. Σημειώνεται ότι το αδημοσίευτο άρθρο του συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAT (μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου) είναι το μοναδικό κείμενο του συγγραφέα από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα. Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries.
3. Ως προς την λειτουργία ως κυβερνητικού και εκκλησιαστικού οργάνου του Υπουργείου Πληροφοριών, το αρμόδιο κυβερνητικό όργανο –το Υπουργείο Πληροφόρησης (Ministry of Information-M.O.I.) που είναι κοινό σε Όργουελ («1984) και Καμύ (“COMBAT”)– στηρίζει την όλη φιλοσοφία του οργανισμού με τον τίτλο «ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.» και την θέση σε ισχύ του όλου Λειτουργικού Συστήματος με βάση το Κ.Π.Σ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Μανιφέστο του Vendotene (1941) των Spinelli-Camus. Από τα κείμενα Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ περί Ισπανίας προκύπτει ότι ολόκληρη η φιλοσοφία και το Σύνταγμα λειτουργίας των μελών του οργανισμού είναι έτοιμα. Το θέμα συνδέεται με τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου το 1966 υπό τον Ντε Γκωλ καθώς και με το περιεχόμενο των κειμένων «Η ΓΑΛΛΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ», «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ». Το πιο σημαντικό είναι ότι το Σχέδιο Συνθήκης Spinelli για το Σύνταγμα της Ε.Ε. είναι το μοναδικό που ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ έχει ήδη ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 14/2/1984.



Δεν αποτελεί μυστικό το ότι η Ομοσπονδία του Αντιστασιακού Τύπου (Féderation de la Presse Clandestine) διαμαρτυρήθηκε σε υψηλούς τόνους για τις οδηγίες που εξέδωσε ο Officiel αναφορικά με την κυκλοφορία και λειτουργία εφημερίδων. Η Ομοσπονδία έκανε έκκληση στον Στρατηγό Ντε Γκωλ να εγείρει το ανάστημά του κατά της ίδιας της Κυβέρνησης.
Υπάρχουν λόγοι για την εκδήλωση αυτού του φαινομενικού παραδόξου.
Το κοινό θα μπορούσε να το θεωρήσει ως απάτη.
Το πρόβλημα είναι σαφές, όμως, και αντιδρούμε τόσο θερμά επειδή το πρόβλημα είναι και σοβαρό. Πού εντοπίζεται;
Ο Officiel έχει μόλις πρόσφατα δημοσιεύσει οδηγίες-διατάγματα για την λειτουργία του Τύπου. Αναφορικά με όλα τα ζητήματα αμέσου ενδιαφέροντος για τους δημοσιογράφους της Αντίστασης –διατάζεται η επικείμενη έκδοσις νέων εφημερίδων (άρθρο Ι, παρ. 3), η αδειοδότηση και η παροχή διαπιστευτηρίων ή πιστοποιητικών με έκθεση της αρμόδιας επιτροπής για την εξαίρεση των συνεργατών της Αντίστασης (άρθρο ΙΧ) καθώς και ο ορισμός συχνοτήτων για την τιμή πώλησης, διάθεσης, κυκλοφορίας, μορφοποίησης και κατακύρωσης της ιδιοκτησίας των εφημερίδων (άρθρο ΧΙΙΙ)– με τις διατάξεις των κειμένων αυτών παραχωρείται όλη η εξουσία στα κατάλληλα υπουργεία δίχως να λαμβάνεται καμία απολύτως πρόνοια διαβούλευσης με τις εφημερίδες της Αντίστασης.
Είμαστε αντίθετοι στην λήψη αυτών των μέτρων.
Δεν θέλουμε να ανοίξουμε πόλεμο κατά της Κυβέρνησης.
Ελπίζουμε, πράγματι, ότι η Κυβέρνηση θα αποφύγει πολεμικές αυτού του είδους.
Δεν υπερασπιζόμαστε μια θέση αλλά ένα ήθος.
Εάν οι επίσημοι γραφειοκρατικοί κύκλοι ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν την συλλογιστική μας, δεν θα είχαν καμία δυσκολία να αναγνωρίσουν το ήθος αυτό που τώρα τους κρύβουν τόσοι πολλοί παραγοντίσκοι συμβουλάτορες που παρεμβαίνουν.
Ας θέσουμε μιαν αρχή.
Η Κυβέρνηση την ώραν αυτή πιέζεται από τις συνθήκες να κυβερνά χωρίς Κοινοβούλιο. Όντως, οι μόνοι που δεν βλέπουν ότι πιέζεται είναι οι ξένοι. Υποθέτουμε, άλλωστε, ότι η Κυβέρνηση δεν επιθυμεί να κυβερνά μόνη της. Άρα, κάπου πρέπει να βρει πλαίσιο στήριξης να στηριχτεί.
Θα εμφανιζόταν ότι έχουμε αφέλεια εάν κάναμε την πρόταση να στηριχτεί –επί παντός του επιστητού– σε ειδικούς που μπορούν να φέρουν σε πέρας την συγκεκριμένη τάξη των κειμένων;
Τί εννοούμε «ειδικούς»;
Όχι απλώς και μόνον ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με τις τεχνικές δυσκολίες ενός λειτουργήματος αλλά και εκείνους τους ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι εξίσου με τις τεχνικές αλλά και τις ηθικές δυσκολίες.
Αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός που ισχύει για τους δημοσιογράφους που αντιπροσωπεύονται στην Ομοσπονδία του Αντιστασιακού Τύπου.
Αυτοί είναι οι δημοσιογράφοι που κατήγγειλαν την προδοσία του Γαλλικού Τύπου και την αναξιοπιστία των εκπροσώπων του. Αυτοί είχαν στα χέρια τους την παραγωγή των εφημερίδων της Αντίστασης.
Σήμερα, η προβολή αντίστασης φαίνεται εύκολη.
Όλοι αντιστάθηκαν, όπως φαίνεται να ξέρουν όλοι.
Αυτήν την στιγμήν, όμως, αξίζει να επαναλάβουμε ότι οι δημοσιογράφοι                         της Αντίστασης αισθάνονταν μόνοι (αναμφίβολα, δεν είχαν πλήρην ενημέρωση).
Μέσα στην μοναχικότητά τους, σκέφθηκαν τα πράγματα εξ αρχής.
Παρατήρησαν ότι η απαξία και η ατιμία του Γαλλικού Τύπου συνδεόταν                     τόσο με τα άτομα όσο και με τους θεσμούς.
Τα άλλαξαν τα πράγματα λαμβάνοντας μέτρα που κατέστησαν εφικτή μιαν πραγματικήν επανάσταση στον Τύπο.
Το κοινό δεν είναι ακόμα και σήμερα εντελώς ενήμερο για τις μεταρρυθμίσεις αυτές. Ωστόσο, η δράση της Ομοσπονδίας επέτρεψε στις εφημερίδες μας να εμφανιστούν εν μέσω της εξέγερσης και τους επιτρέπει να ευημερούν σήμερα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, δίχως οποιανδήποτε οικονομική ή ηθική δουλεία.
Αυτό είναι ένα συμπέρασμα καλά δεμένο.
Πρέπει, όμως, να στρέψουμε το βλέμμα σε αυτήν την νέαν επανάσταση.
Και την ζητούμε να εκτιμήσει τις συμβουλές μας (όχι για χάρη ενός άνευ σημασίας πρεστίζ αλλά λόγω της σκέψης που κάναμε όταν λειτουργούσαμε με μυστικότητα και λόγω της γνώσης που λάβαμε κατά την νύχτα της αλήθειας) που είμαστε αποφασισμένοι να θέσουμε σε χρήση.
Εάν η Κυβέρνηση δεν στηριχθεί σε αυτό το πλαίσιο διατάξεων για το ζήτημα του Τύπου, δεν θα έχει κανένα πλαίσιο στήριξης ή, ειδάλλως, θα βασίζεται σε ένα λεφούσι άπληστων συμβουλατόρων που ανυπομονούν να εκδώσουν οδηγίες επειδή ήταν από τους πρώτους που αδιαφόρησαν και εξέφρασαν την γνώμη ότι τίποτε ποτέ δεν αλλάζει και, κατόπιν, έμειναν άφωνοι επειδή ανακάλυψαν ότι κάτι είχε αλλάξει εν τω μεταξύ.
Δεν πιστεύουμε ότι η Κυβέρνηση θέλει να στηρίζεται στο κενό ούτε, όμως, θέλουμε να πιστεύουμε ότι προτιμά αυτούς που της εκδίδουν οδηγίες σήμερα και όχι αυτούς που χθες πλήρωσαν για αυτές τις οδηγίες.
Πρέπει, επομένως, να παρακάμψουμε και να υπερβούμε αυτούς τους συμβούλους και να απευθύνουμε έκκληση σε κάποιον που υπήρξε ο πρώτος που πλήρωσε και απέδειξε ότι αυτός, τουλάχιστον, διέθετε αντίληψη για το τι σημαίνει τιμή.
Να γιατί –παρά το φαινομενικά παράδοξο– καλούμε τον Σαρλ Ντε Γκωλ ενάντια στην ίδια την κυβέρνησή του.
Ας αναφέρουμε –ως ενσταντανέ– ότι το κάνουμε δίχως ιδιαίτερη χαρά.
Θα ήταν καλύτερα να μην έπρεπε να στραφούμε εναντίον της. Ενεργούμε, όμως, με αποφασιστικότητα χάρη στον μυστικό όρκο που πήρε ο καθένας μας μέσα στην μοναξιά των ετών της Αντίστασης, έναν όρκο που κανείς μας ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει.

«ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ “COMBAT”, 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1944 
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
 CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το κείμενο αυτό είναι πρωταρχικό για την διασύνδεση των δημοσιογραφικών γραπτών του συγγραφέα και των κειμένων περί Συνθηκών, Διπλωματίας, Ευρώπης, Ρεπούμπλικας, Συντάγματος και Δημοκρατίας. α) «ΧΑΡΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ», «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ», «DE FACTO ΚΑΙ DE JURE ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ», «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ», «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ», «ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ» και β) «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΩΣ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ», «Η ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», «ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΙΑ», «ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (βλ. και τις μεταφράσεις Όργουελ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» και «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»), «Η ΕΠΙΛΟΓΗ», «ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ, ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ» και γ) την «ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ Ο.Η.Ε.», την «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» και την διπλωματική μελέτη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Βλ. και τις αναφορές του θέματος της γλώσσας, του Corpus Christi και του Languedoc.
2. Ως προς την Ισπανία, το έργο του συγγραφέα-δημοσιογράφου αναφέρεται στην κινηματογραφική ταινία “Sierra de Teruel” που αναφέρεται στην εμπειρία της Αποκάλυψης και βασίστηκε στο μυθιστόρημα του André Malraux «L’ Espoir»-«Η Ελπίς» που εστιάζει στην μάχη για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας. Το θέμα συνδέεται με τις μεταφράσεις των Καμύ-Όργουελ-Καίσλερ ως προς την ελπίδα των φυλακισμένων της Ισπανίας και των προλετάριων, ως προς τους διωκομένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά και σε ειδική σχέση με την Ελλάδα, την Γερμανία, τον Χίτλερ και τα ψηφιδωτά-πίνακες στις τοιχογραφίες Μποτιτσέλλι στις Κατακόμβες και το πλαίσιο στήριξής τους.
3. Σημειώνεται ότι το αδημοσίευτο άρθρο του συγγραφέα από την ενότητα με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» που δημοσιεύθηκε με ημερομηνία 19/11/1946 στην εφημερίδα COMBAT (μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου) είναι το μοναδικό κείμενο του συγγραφέα από τα δημοσιογραφικά γραπτά με δικαιώματα. Copyright by Albert Camus and Combat. Rights of reproduction reserved for all countries. Η μαρτυρία 500 συγγραφέων, διανοουμένων και δημοσιογράφων του κινήματος COMBAT το 1948 στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. αφορά την λειτουργία του Συμβουλίου Υπουργών του θεσμού που καλείται Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης ή Σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης - “Conseil National de la Résistance” και συνδέεται με το Συμβούλιο Αντίστασης του Ο.Η.Ε. Το κυβερνητικό όργανο –το Υπουργείο Πληροφόρησης (Ministry of Information-M.O.I.) που είναι κοινό σε Όργουελ («1984) και Καμύ (“COMBAT”)– συνδέεται με το Μανιφέστο του Vendotene (1941) των Spinelli-Camus και με το Σχέδιο Συνθήκης Spinelli για το Σύνταγμα της Ε.Ε. είναι το μοναδικό που ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ έχει ήδη ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1984. Βλ. και τα άρθρα περί φωτός επανάστασης των Βρυξελλών, το θέμα του Συμβιβασμού του Λουξεμβούργου στην Ε.Ε. ως προς τον Charles de Gaulle και το κυβερνητικό Δόγμα René Capitant.


Η διακυβέρνηση είναι κάτι καλό,
χρειάζεται όμως –στην πραγματικότητα καλεί για– μέθοδο.
Οι ορθοί κανόνες οδηγούνται μερικές φορές σε συμβιβασμό λόγω του τρόπου με τον οποίον εφαρμόζονται∙ επειδή έχουμε ένα παράδειγμα πρόσφατο, θα ήταν χρήσιμο να το αναδείξουμε∙ για χάρη της ίδιας της κυβέρνησης.
Για να έρθουμε κατευθείαν στο σημείο αυτό που θέλουμε να τονίσουμε: οι λόγοι της κυβέρνησης για την διάλυση των πατριωτικών πολιτοφυλάκών άξιζαν περισσότερη συζήτηση (αν μη τι άλλο) και όντως συζητήθηκαν με ζωντανούς διαξιφισμούς όπου έγινε ορατή η κλαγγή των απόψεων.
Ως εδώ, τίποτα που να μην είναι εν τάξει.
Μπορούσε κανείς να πιστεύει ότι η κυβέρνηση είχε δίκιο ή ότι είχε λάθος (και εκφράσαμε την δική μας οπτική σε αυτές τις σελίδες). Σε κάθε περίπτωση, η διαπραγμάτευση αφορούσε μιαν κυβερνητικήν απόφαση εντός ενός πλαισίου στήριξης που είχε τεθεί με βάση συνθήκες όπου περιέχονταν 2 ή 3 αρχές που άξιζαν προσεκτικής εξέτασης.
Ύστερα από αυτόν τον διάλογο, πάντως, η κυβέρνηση ενέμεινε στην θέση της.
Χάρη στην συμβολική που περιείχε η γεωμετρική αυτή πρόοδος, αυτοί που είχαν ασκήσει κριτική κατά των βημάτων που έκανε το Συμβούλιο Υπουργών, ανέμειναν στον κύριο συλλογισμό τους ο οποίος επικεντρωνόταν στην ύπαρξη μιας Πέμπτης Φάλαγγας και στην ανάγκη για μιαν «αστυνομία του λαού». Και πάλι, οι στάσεις ήταν αποκαλυπτικά φανερές και η θέση της κυβέρνησης –αν και προκλητική αμφισβητήσεων– δεν οδήγησε σίγουρα σε διαπόμπευση.
Τώρα, όμως, έχουν σημειωθεί γεγονότα στο Παρίσι.
Υπήρχαν απειλές και προειδοποιήσεις και μετά ακούστηκε ότι εξερράγησαν ορισμένες ατμομηχανές, λοκομοτίβες γεμάτες πυρομαχικά και προκλήθηκαν θάνατοι και τραυματισμοί. Όλα αυτά προκάλεσαν αίσθηση.
Και αφού τα γεγονότα αυτά κάλλιστα μπορεί να γεννήθηκαν από τα εκδοτικά ζητήματα που διαγωνίστηκαν στον πρόσφατον αυτόν δημόσιο διάλογο, όλοι όσοι ενεπλάκησαν έπρεπε να στοχαστούν τις επιπτώσεις της στάσης τους.
Σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι αδύνατον να πει κανείς αν οι εκρήξεις υπήρξαν αποτέλεσμα ατυχήματος ή επίθεσης. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι έγινε επί τόπου επίθεση και άλλοι αναμένουν περαιτέρω πληροφόρηση πριν καταλήξουν στην σκέψη τους.
Ποιά πρέπει να είναι στην περίπτωση αυτή η πολιτική της κυβέρνησης;
Ό,τι κι αν σκεφτούν οι σοφοί και οι σκεπτικοί, η μοναδική και κατ’ αποκλειστικότητα σοφή πολιτική για κάθε κυβέρνηση είναι να λέει πάντα                       την αλήθεια.
Η κυβέρνηση -υποθέτουμε– ποτέ δεν αρνήθηκε ότι ήταν δυνατό να γίνουν επιθέσεις. Ξέρει καλύτερα από πολλούς άλλους ότι μια μειοψηφία δοσίλογων συνεργατών και πολιτο-φυλάκών/miliciens εξακολουθούν να υπάρχουν στην χώρα αυτή. Αυτό που είναι ακόμα πιο συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν απέκρουσε ποτέ το επιχείρημα που πρόβαλαν οι αντίπαλοί της. Είπε απλώς ότι εάν υπάρχει μια Πέμπτη Φάλαγγα, η κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να την ξεριζώσει.
Άρα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εκλέξει σήμερα να ενημερώσει το κοινό πλήρως και να απελευθερώσει την μετάδοση όλων των πληροφοριών που έχει υπό την κατοχή της –με εξαίρεση των θεμάτων στρατιωτικής ασφαλείας– και θα μπορούσε να δεχθεί ότι μια επίθεση μπορεί να είναι εξίσου ο λόγος της επίθεσης όσο ένα γεγονός.
Αντιθέτως, εξέλεξε να απελευθερώσει στο φως της δημοσιότητας αντικρουόμενες ανακοινώσεις/communiqués και να λογοκρίνει κάθε ένδειξη ότι είχε προηγηθεί επίθεση.
Για να το θέσουμε με μετριοπάθεια, αυτή δεν είναι λογική μέθοδος διακυβέρνησης.
Δεν θα εμμείνουμε στον κανόνα της αλήθειας και της ειλικρίνειας σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πάντοτε ανοιχτή για όλα όσα ξέρει ούτε στην ανοησία να πιστέψουμε ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τόσο πλησίον στο Παρίσι θα μπορούν για πολύ να καλύπτονται.
Θα θέλαμε, όμως, να τονίσουμε στην κυβέρνηση ποια υπήρξαν τα αποτελέσματα της πολιτικής της.
Ως εκ του αποτελέσματος, η πολιτική της επέτρεψε στον κόσμο να πιστέψει ότι η κυβέρνηση γνώριζε ότι υπήρχε επίθεση, ότι γνώριζε την ισχύ του κυρίου επιχειρήματος του αντιπάλου της και ότι έπνιξε κι απαγόρευσε την έκδοση και δημοσίευση κάθε πληροφορίας που θα στήριζε αυτό το επιχείρημα επειδή ένοιωθε αγωνία για την θέση της την οποία έβλεπε να απειλείται.
Αυτή η πολιτική δεν έχει νόημα.
Δεν ενισχύει την στάση της κυβέρνησης αλλά, στην πραγματικότητα, την αδυνατίζει. Σκιάζει με αμφιβολίες τα κίνητρά της που προηγουμένως δεν υπήρχε λόγος να μην τα θεωρούμε καθαρά. Στο τέλος, υποτιμάει ότι πολλοί ήταν προετοιμασμένοι να δοξάσουν.
Αυτό είναι, από κάθε άποψη, ατυχές.
Αντιθέτως, αυτό που εμείς ζητούμε είναι να υϊοθετήσουν τα υπουργεία και τα γραφεία της κυβέρνησης προς την εσωτερική, κατ’ οίκον πολιτική την στάση αυτή που εγκαινίασε ο Στρατηγός Ντε Γκωλ στην εξωτερική πολιτική: την διπλωματία της αλήθειας.
Η Γαλλία πρέπει να μιλήσει με μια φωνή –και αυτήν, καθαρή.
Χρειάζεται μία κυβέρνηση –αλλά πιστή στην αλήθεια.
Είχε πάθει ασφυγξία από τα ψέματα και γι’ αυτό πρέπει να τις μεταδοθεί                         η κατ’ εξοχήν πνοή της αλήθειας.
Κάθε στιγμή που δεν της μεταδίδεται αυτός ο αέρας, η ίδια η ζωντάνια του έθνους κινδυνεύει.
Αυτή είναι μια αρχή στην οποία πρέπει να μείνουν πιστά όλα τα κυβερνητικά γραφεία. Όποτε γίνεται φανερό ότι δεν την φυλάττουν, πρέπει να αναγκάζονται να την φυλούν.



«ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή:
  1. Το Χριστουγεννιάτικο κείμενο αυτό αποτελεί τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο εκτυλίσσονται όλα τα γραπτά Καμύ-Όργουελ για θέματα Ισπανίας, προλεταριάτου, θρησκείας, Εκκλησίας, λειτουργίας, κοινωνίας, δημοκρατίας, μέτρου, δημοσιογραφίας και M.O.I. Πρέπει να αναγνωστεί κυρίως σε σχέση με τους διαξιφισμούς Albert Camus-Gabriel Marcel-Francois Mauriac με επίκεντρο τον Χριστιανισμό. Σημαντικό είναι να συνδεθεί με τα άρθρα «ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ», «ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ», «COMBAT, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ», «ΕΘΝΟΣ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» και σε επαφή με τις ομιλίες Καμύ «Η σκέψη του μεσημεριού: ραδιοφωνική ομιλία για τον Ρενέ Σαρ με θέμα την Ηλιακή σκέψη των Αρχ. Ελλήνων», «Το μέλλον της τραγωδίας», «Ο άπιστος και οι Χριστιανοί» και τις μετάφρασεις Όργουελ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ», «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ», «ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ» Ίσως το κλειδί της λειτουργίας να προσφέρει το άρθρο «ΤΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ» και «ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ» σε σύνδεση με τον Georges Bernanos και το Corpus Christi υπό την Ιερά Εξέταση (Βλ. το έργο «L’ Etat de Siege»).
  2. Πρέπει, όμως, πρωτίστως, οι αναφορές στην δικτατορία να συνδεθούν με τα άρθρα περί Ελλάδας«ΗΣυνταγματική νομιμότητα της Αντίστασης σε Ελλάδα και Ευρώπη», «Η αναγνώριση της Αντίστασης στην Ελλάδα», «Εξέγερση στην Ελλάδα» και σε σχέση με τα άρθρα Καμύ περί εικονογράφησης της παραδομένης και ηττημένης Γερμανίας του 1945 από τον Μποτιτσέλλι και Όργουελ περί κριτικής στο “Mein Kampf”. Βλ. και τον πίνακα «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΕΝΝΗΣΗ».
Σύγκρινε με την εισαγωγή στις τοιχογραφίες του Καλού Ποιμένα από τις Χριστιανικές Κατακόμβες και τις ληκύθους του Παρθενώνος στο έργο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ». Προφανώς, το θέμα συνδέεται με την καταδίωξη των θρησκευομένων που προστάτευσε ο Πατήρ Michel Riquet στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Mauthausen και Dahau.
  1. Ο Πάπας Eugenio Pacelli (Pius XII) 1876-1958 θεωρείται ο υπέρμαχος της «Χριστιανικής Ειρήνης». Εξελέγη τον Μάρτιο 1939. Επικρίθηκε για την σιωπή του στην γενοκτονία των Εβραίων. Σε ραδιοφωνική του ομιλία την 1η Σεπτεμβρίου 1944, δήλωσε: «απαιτείται γιγαντιαία προσπάθεια για να αποκατασταθεί η κοινωνική ζωή και ο ηθικός νόμος». Στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα 1944, όμως, είχε συμπεριλάβει την εξής ανακοίνωση: «Η αληθινή δημοκρατία της μορφής είτε της δημοκρατικής πολιτείας, της ρεπουμπλικανικής, είτε της βασιλευομένης δημοκρατίας εγγυάται την ελευθερία στην οποία προσβλέπουν οι πνευματικές πνοές και επιδιώξεις των λαών σε αντίθεση με τα απολυταρχικά, δικτατορικά κράτη που κυβερνώνται από πολιτικούς άνδρες και όπου κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει την ιδιωτική, προσωπική του ζωή με τρόπο έντιμο». Ήταν εναντίον του Μαρξισμού. Υπήρξε ο αίτιος του διαχωρισμού Βατικανού-Ανατολικής Ευρώπης. Ίδρυσε το Νέο Μουσείο Βατικανού.


Ο Πάπας μόλις εξέδωσε ένα μήνυμα στο οποίο εκδηλώνει ανοιχτά την στήριξή του υπέρ της δημοκρατίας.
Αυτά είναι καλά νέα.
Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι αυτό το μήνυμα με τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις καλεί ευθέως για έναν εξίσου προσεκτικό σχολιασμό.
Δεν είμαστε σίγουροι ότι μιλούμε εξ ονόματος όλων των Χριστιανών συντρόφων στην Combat αλλά θεωρούμε δεδομένο ότι τα αισθήματα ενός σημαντικού αριθμού εξ αυτών αποκρυσταλλώνονται σε ό,τι πρόκειται να πούμε άμεσα.
Θα θέλαμε να εκμεταλλευθούμε την ευκαιρία αυτή για να πούμε πρώτα απ’ όλα ότι η ικανοποίησή μας δεν είναι εντελώς απηλλαγμένη από την μετάνοια.
Έχουμε κλείσει πολλά χρόνια που αναμέναμε την ηγετική πνευματική εξουσία της ημέρας αυτής να καταδικάσει –χωρίς ανεπιβεβαίωτες συνθήκες, όρους ή λέξεις– την δικτατορία.
Επαναλαμβάνω: χωρίς ανεπιβεβαίωτες συνθήκες, όρους ή λέξεις.
Διότι ορισμένες εγκύκλιοι υποβάλλουν, πράγματι, την ιδέα μιας καταδίκης της δικτατορίας αλλά μόνον όταν μεταφραστούν κι ερμηνευθούν κατά τον ενδεδειγμένο, πρέποντα τρόπο.
Είναι μια καταδίκη που διατυπώνεται με βάση την φόρμουλα μιας γλώσσας παράδοσης –κάτι που δεν έχει ποτέ γίνει ξεκάθαρο για την τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων. Αυτή η ίδια πλειοψηφία, όμως, ήταν που ανέμενε όλα αυτά τα χρόνια κάποιον να μιλήσει ανοιχτά και να δώσει καθαρά την ταυτότητα ταυτοποίησης της πηγής του κακού, όπως τώρα έπραξε ο Πάπας.
Η μυστική μας ικεσία ήταν να ειπωθεί αυτό όταν το κακό βασίλευε θριαμβευτικό και οι δυνάμεις του καλού παρέμεναν φιμωμένες. Προφανώς, υπάρχει λόγος που γεμίζουμε αγαλλίαση τώρα που εκστομίστηκαν αυτές οι λέξεις, τώρα που το πνεύμα της δικτατορίας αποβάλλει τον μανδύα στον οποίον επενδυόταν και τυλιγόταν και παραπαίει. Δεν θέλαμε, όμως, απλώς να το εορτάσουμε∙ θέλαμε να πιστέψουμε και να θαυμάσουμε.
Ζητούσαμε από το πνεύμα να αποδείξει αφ’ εαυτού την αξία του πριν προφθάσει με την άφιξή της η ισχύς να το στηρίξει και να το δικαιώσει.
Θα θέλαμε να δούμε τον Πάπα να αποκηρύσσει τον Φράνκο το 1936 ώστε ο Georges Bernanos να μην είχε αναγκαστεί να μιλήσει ανοιχτά και να αναθεματίσει το καθεστώς.
Η φωνή που έχει μόλις υπαγορεύσει προς τον Καθολικό κόσμο ποιο στρατόπεδο θα όφειλε να επιλέξει ήταν η μοναδική φωνή που θα μπορούσε να είχε εκδηλωθεί εν μέσω των βασανισμών και των κραυγών, η μοναδική φωνή που θα μπορούσε ήρεμα και ατρόμητα να είχε καταδικάσει την τυφλή βία των αρματωμένων μεραρχιών. Κάλλιστα μπορούμε να πούμε με ντομπροσύνη αυτό που πιστεύουμε: θα μας άρεσε εάν ο Πάπας είχε πάρει θέση στο αποκορύφωμα εκείνης της περιόδου ντροπής και είχε αποκηρύξει ό,τι έπρεπε να αποκηρυχθεί.
Συνιστά διαστρέβλωση αν νομίζουμε ότι η Εκκλησία είχε αφήσει την υποχρέωση αυτή σε άλλους προκειμένου να καλύψει με σκότος τα άτομα εκείνα που δεν είχε υπό την δικαιοδοσία της εξουσίας χρήσης των πηγών της και ορισμένοι εκ των οποίων στερούνταν της αήττητης ελπίδος με βάση την οποίαν ευημερεί η Εκκλησία.
Διότι η Εκκλησία δεν είχε ανάγκη να ασχολείται με την επιβίωση ή την αυτοπροστασία της.
Ακόμα και σε αλυσίδες αν ήταν δεμένη, δεν θα είχε πάψει να υπάρχει.
Άλλωστε, στις αλυσίδες θα είχε βρει μιαν δύναμη που μπαίνουμε στον πειρασμό, έτσι κι αλλιώς, σήμερα να μην την αναγνωρίζουμε και να μην την αποδεχόμαστε. Τώρα έχουμε λάβει το μήνυμα αυτό, τουλάχιστον.
Οι Καθολικοί, αυτοί που έδωσαν τον καλύτερον εαυτό τους στον κοινόν αγώνα, ξέρουν τώρα ότι είχαν δίκαιο και ότι τον διεξήγαν καλά.
Ο Πάπας έχει αναγνωρίσει τις αρετές της δημοκρατίας.
Στο σημείο αυτό η επιλογή του λεκτικού τύπου είναι, ωστόσο, εκλεπτυσμένη και υποβολιμαία.
Η λέξη «Δημοκρατία» ερμηνεύεται υπό την ευρείαν έννοια.
Μπορεί να ενθυλακώνει ως ένα είδος περιτυλίγματος τόσο τις μοναρχίες                           όσο και τις δημοκρατικές πολιτείες (ρεπούμπλικες), σύμφωνα με τον Πάπα.
Αυτή η δημοκρατία αντιμετωπίζει με μέτρα προφυλακτικά τις μάζες και την λειτουργία τους καθώς ο Πίος XII τις διακρίνει –με υπόγειον, έντεχνον τρόπο– από τον λαό. Επιπλέον, επιτρέπει την ύπαρξη ανισοτήτων στις κοινωνικές συνθήκες (μολονότι αυτές εξισορροπούνται και γίνονται πιο μετριοπαθείς δια μέσου του πνεύματος της αδελφοσύνης).
Η δημοκρατία –όπως ορίζεται στο κείμενο αυτό– περιέχει έναν «ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό» χρωματικόν ήχο που μας εκπλήσσει αενάως.
Άλλωστε, ο Πάπας δεν κρατά μυστικές καν τις επιθυμίες του αφού κάνει έκκληση υπέρ ενός «μετρίου» καθεστώτος.
Φυσικά κατανοούμε τις επιθυμίες του.
Υπάρχει ένα είδος μετριοπάθειας ή μέτρου στον τομέα της πνευματικής οξυδέρκειας που είναι χρήσιμο όταν πηγάζει από την νόηση των κοινωνικών ζητημάτων και, επίσης, από την προώθηση του σκοπού της ευημερίας όλων.
Ωστόσο, οι λεπτολογίες και οι προφυλάξεις του Πάπα αφήνουν έναν μεγάλο χώρο ερμηνείας ώστε να εισχωρήσει το πλέον απεχθές είδος, αυτό της μετριότητας που φέρει τον τίτλο της δειλίας της ψυχής. Στην πραγματικότητα, είναι αυτή η δειλία που βρίσκει ανεκτή την ανισότητα και υποφερτή την αδικία.
Αυτές οι νομικές οδηγίες ή φόρμουλες είναι που «έκοψαν κι έραψαν» στα μέτρα τους τις 2 οδούς (περί επιβίωσης και θανάτου).
Σήμερα υπάρχει κίνδυνος αυτές οι συνθήκες και οι εγκύκλιοι περί μετριοπάθειας να γίνουν παιχνίδι, άθυρμα, στα χέρια εκείνων που θέλουν να διατηρήσουν τα πάντα όπως είναι, που έχουν αποτύχει να κατανοήσουν ότι ορισμένα πράγματα πρέπει να αλλάξουν.
Ο κόσμος μας δεν χρειάζεται τις χλιαρές ψυχές. Χρειάζεται φλογισμένες καρδιές, ανθρώπους που ξέρουν ποιος είναι ο ορθόδοξος τόπος της έννοιας του μέτρου. Οι Χριστιανοί του 1ου αιώνος δεν ήταν μετριοπαθείς.
Η Εκκλησία οφείλει σήμερα να υπογραμμίσει και να τονίσει ότι δεν πρέπει να συνδέεται με τις δυνάμεις της συντήρησης.
Τα λέμε όλα αυτά επειδή ζητούμε από κάθε πασίγνωστο και αξιοσέβαστο θεσμό ή οργανισμό να υπηρετήσει τον σκοπό της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι τόσο πολλοί από εμάς σε αυτήν την μάχη.
Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος για τις επιφυλάξεις μας.
Ποιοί είμαστε εμείς, στο κάτω-κάτω της γραφής, που θα ασκήσουμε κριτική στην υψηλότερη πνευματική εξουσία και αυθεντία του αιώνος;
Τίποτε άλλο παρά κοινοί αμύντορες του πνεύματος που πιστεύουμε ότι είναι άπειρες οι αξιώσεις και οι απαιτήσεις από εκείνους που η αποστολή τους είναι να αντιπροσωπεύουν αυτό το πνεύμα.

«Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή
1. Το θεμελιώδες αυτό κείμενο συνδέεται με όλες τις μεταφράσεις Καμύ για Συνταγματικά ζητήματα Δημοκρατίας και, ιδίως, με τον κύκλο περί Αντίστασης και περί Ελλάδος (βλ. «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ», «Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» και περί Ευρώπης («Το φως της επανάστασης στην Ευρώπη», «Συντριπτική νίκη για την ημέρα της Ευρώπης», «Κρίση και Αντίσταση στην έδρα της Ευρώπης».
2. Πρέπει να συνδεθεί και με τα αντίστοιχα για Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και κυρίως με τα άρθρα περί Τύπου, Τέχνης («ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ» , «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ», «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», Χριστιανισμού, Αποκαλύψεως. 3. Πρέπει, να συνδυαστεί και με τις αναφορές στα κείμενα «ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» και «ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ» στους Τζωρτζ Όργουελ και Άντρες Νυν καθώς και με το έργο του Edgar Quinet και την μετάφραση της Σιμόν Βέϊλ «Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ». 4. Η εξόριστη κυβέρνηση της Ελλάδος σχηματίστηκε στο Κάϊρο τον Μάϊο 1944. Μετά την Απελευθέρωση των Αθηνών τον Οκτώβριο 1944, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου επιχείρησε με την συνδρομή του Τσώρτσιλ να αφοπλίσει την αριστερή πτέρυγα της Αντίστασης που την απέρριπτε. Το θέμα συνδέεται και με την κατοχή των Αθηνών από τον Χίτλερ, της Γερμανίας από τον Άλμπερ Σπεερ και της Σμύρνης από τον Βενιζέλο. Και, φυσικά, με όλα τα έργα τέχνης στο Μόναχο. 5. Είναι εντυπωσιακός ο παραλληλισμός των γεγονότων αυτών –ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΩΝ– με την διαμάχη του εξόριστου Michel Riquet με τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Paul Ramadier για θρησκευτικά ζητήματα που εγείρει η Αντίσταση καθώς και με την σύγκρουση Camus με τον François Mauriac (βλ. σχετική ενότητα).
Ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων, ο κ. Τσώρτσιλ ανέπτυξε χθες τις απόψεις του για το ζήτημα της Ελλάδος.
Οι υποβάλοντες τις ερωτήσεις προς αυτόν του επεσήμαναν ότι η Βρεττανική παρέμβαση δεν ήταν δικαιολογημένη ούτε από πλευράς στρατηγικής ούτε από πλευράς συμφερόντων συνταγματικής νομιμότητας.
Οι Βρεττανικές γραμμές ανεφοδιασμού στρατευμάτων δεν περνούν καν –αυτή είναι η αλήθεια– από την Αθήνα ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε εκλεγεί με κανονικές διαδικασίες ψηφοφορίας.
Ο κ. Τσώρτσιλ απήντησε στις κατηγορίες αυτές με την ρητή και κατηγορηματική διαβεβαίωση ορισμένων αρχών.
Δήλωσε ότι το δικαίωμα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν μπορούσε να χορηγηθεί σε«συμμορίες αρματωμένες με όπλα φονικά που εισβάλλουν σε μεγάλες πόλεις και αξιώνουν να καταργήσουν τον νόμο».
Επίσης, αναφέρθηκε στις προθέσεις της Αντίστασης να κυβερνήσει την χώρα.
Ο λόγος του ήταν θερμός και σαφέστατος. Για να το θέσουμε εντός ενός πλαισίου, θα επεσήμαινε κανείς ότι η ομιλία αυτή αποσκοπούσει κυρίως προς τους Αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν κάνει σαφή κι αυτοί την έχθρα τους απέναντι στην Βρεττανική παρεμβατική πολιτική στην Ευρώπη.
Ωστόσο, οι αρχές που έθεσε ο κ. Τσώρτσιλ είναι εφαρμοστές σε όλην την Ευρώπη.
Πρέπει να τις εξετάσουμε προσεκτικά.
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι δεν είναι άνευ δισταγμού που εκδηλώνουμε την διαφωνία μας με έναν άνθρωπο ο οποίος, επί 4 έτη, έψαχνε νε βρει τις λέξεις που εκατομμύρια καταπιεσμένοι λαοί περίμεναν να ακούσουν.
Διακυβεύεται, όμως, το μέλλον της Ευρώπης –και η Ιστορία του αύριο θα εξαρτηθεί από τις αρχές που υϊοθετούν οι δημοκρατικές χώρες σήμερα.
Εάν οι αναφορές του κ. Τσώρτσιλ ως προς το κράτος των γεγονότων ήταν σωστές, μεγάλο τμήμα της επιχειρηματολογίας του θα έπειθε: αμφιβάλλουμε, όμως, ότι η πραγματικότητα είναι όπως την διατυπώνει.
Μίλησε εν ονόματι μιας δημοκρατίας λειτουργικής, μια χώρα χωρίς συγκρούσεις ή διαμάχες, σε έναν κόσμο χωρίς άμεσα προβλήματα. Για πρώτη φορά, ίσως, δεν αναφέρθηκε σε μιαν ήπειρο ερημωμένη, μετά από 4 χρόνια πείνας και διχόνοιας, μιαν ήπειρο που φέρει στίγματα που μπορεί κανείς να την αγγίξει με εξαιρετική έννοια.
Είναι βέβαιο ότι οι άνδρες της Αντίστασης δεν έχουν κερδίσει το δικαίωμα να πράττουν όπως τους ευχαριστεί. Αν τους πει, όμως, κανείς ότι πρέπει να περιμένουν κατ’ οίκον για όποιαν ανταμοιβή ευαρεστηθεί να εκτιμήσει σοφή η κυβέρνηση για να τους απονείμει, ε –αυτό ισοδυναμεί με το να καταπιούν ένα πικρό χάπι.
Δεν έχουν ανάγκη ανταμοιβής∙ η μόνη τους ανάγκη είναι η δικαιοσύνη –και αυτό, πράγματι, είναι που πρέπει το κράτος να τους αποδώσει.
Αυτό, όμως, μπορεί να το κάνει μόνον εάν έχει μιαν καθαρή ιδέα για το τι είναι δικαιοσύνη.
Ο Βρεττανικός στρατός πυροβόλησε Έλληνες πολίτες και δολοφόνησε ανθρώπους που μόλις χθες ήταν σύμμαχοί του. Ο κ. Τσώρτσιλ δήλωσε ότι αυτό θα συνεχιστεί. Ίσως να πείθει κάτι που περιέχει εντός της αυτή η εμμονή και αποφασιστικότητα αλλά θα ελπίζαμε ότι η μοίρα και το πεπρωμένο της Ευρώπης θα μπορούσε να κριθεί με έναν τρόπο λιγότερο κατηγορηματικό και ρητό, λιγότερο της «μοδός», ώστε να εξεταστεί το όλο ζήτημα με περισσότερη πρόνοια.
Ο κόσμος μιλά για «κομμουνισμό» και για «λαϊκή οργή». Έχουμε ελάχιστη πληροφόρηση για την κατάσταση ώστε να θέσουμε τις πλέον ζοφερές της πλευρές σε δημόσιο διάλογο. Ξέρουμε, ωστόσο, πόσο εύκολο μπορεί να είναι –υπό παρόμοιες συνθήκες– να μας καλεί ο κόσμος «τρομοκράτες» ή «κομμουνιστές» και να φέρεται αναλόγως. Ξέροντάς το αυτό, μπορούμε να φανταστούμε την κατάσταση του εξεγερμένου λαού της Ελλάδος πιο εύκολα σε σχέση με τον κ. Τσώρτσιλ.
Τα έθνη της Ευρώπης ζητούν μιαν κοινωνική τάξη που υπολογίζει πλήρως τα μαρτύριά τους στο παρελθόν. Οι αξιώσεις τους είναι σε αναλογία με τις δυστυχίες τους. Ο λαός της Ελλάδος έχει υποφέρει επί μακρότερον χρόνο και με μεγαλύτερη βαρβαρότητα από άλλους την προηγούμενη 4ετία.
Η αντίληψη ότι θα ικανοποιηθούν οι Θεοί της Ελλάδος μετά από τον διορισμό ενός υπουργού παρά τω Βασιλεί την στιγμή που αυτός ο Βασιλεύς τοποθετείται από δύο δικτάτορες και με μέτρα που σκοπεύουν στον αφοπλισμό της αντίστασης και στην διατήρηση των στρατευμάτων που ίδρυσε η ελληνική δικτατορία είναι ηλίθια.
Αν αυτό είναι δύσκολο να το καταλάβουν ορισμένοι, υπάρχει επίσης το γεγονός ότι αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, συνημμένα, η σημασία που έχουν οι απαιτήσεις ενός λαού που την οδύνη του προκάλεσε μόνον η περηφάνεια του και την ξεπέρασε.
Το μόνο που ζητάμε είναι να μην αντιμετωπιστεί με ελαφρότητα η ουσιώδης ύλη του θέματος και να μην γίνει δεκτό με περιφρόνηση και σφαίρες η αγωνιώδης κραυγή που υψώνεται στην Ευρώπη.
Όσον αφορά την δημοκρατία, ίσως έχει έρθει η ώρα να την συζητήσουμε με τον κατάλληλον τρόπο: διότι το καθεστώς που αντάμοιψε τον Λαβάλ και έδωσε δύναμη σε μιαν οικογένεια όπως οι Scheiders δεν είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό της δημοκρατίας σε σύγκριση με τις αρματωμένες συμμορίες για τις οποίες μιλά ο κ. Τσώρτσιλ.
Σε κάθε περίπτωση, το κύριο σημείο δεν είναι να επιλεγεί η μία ή η άλλη μορφή δημοκρατίας.
Είναι, μάλλον –για όσους κυβερνούν τον κόσμο σήμερα να προσαρμόσουν τις μεθόδους τους στις αγωνίες των λαών τους.
Ο κ. Τσώρτσιλ έχει διατρανώσει ότι ήθελε να εγγυηθεί την τάξη πριν αλλάξει την κυβέρνηση της Ελλάδος.
Ο κ. Cocks, που τον προκάλεσε ευθέως, του πρότεινε να αποσυρθούν πρώτα τα Βρεττανικά στρατεύματα από την Αθήνα και μετά να σταλεί ένας Βρεττανός υπουργός ως απεσταλμένος για να συναντήσει τους εκπροσώπους των κομμάτων.
Η διαφορά μεθόδου είναι αφ’ εαυτής διδακτική.
Πιστεύουμε ότι αληθινή δημοκρατία σημαίνει να μην επιτρέπεται στα όπλα να μιλούν πριν μιλήσει ο κόσμος.
Η τάξη αυτή δεν είναι η σωστή, υπό όποιαν έννοια κι αν χρησιμοποιείται η λέξη.


«Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT, 8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

CopyrightChristos PPapachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε σύνδεση με όλες τις μεταφράσεις Καμύ για την Γαλλία και την Ισπανία αλλά, ιδίως, αφορά τα αδημοσίευτα αποσπάσματα (βλ. τα κείμενα Χρ. Παπαχριστόπουλου με τίτλο «ΟΥΤΕ ΔΗΜΙΟΙ ΟΥΤΕ ΘΥΜΑΤΑ») για το πείραμα Camus-Barbu στην Βαλένθια. Η αναφορά στο Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης συνδέεται με την σύλληψη του έργου «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» στις 19/11/1948 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και το σύνολο των υπολοίπων μεταφράσεων του φακέλλου για τηνΑντίσταση. Ο Georges Bidault (1899-1983) ήταν μέλος του κινήματος COMBAT. Μετά την σύλληψη του Jean Moulin, έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης (Conseil National de la Résistance) το οποίο ενώνεται με το Συμβούλιο Αντίστασης του ΟΗΕ.

Το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης έκανε χθες στο Παρίσι την παρουσίασή του για πρώτη φορά στον κόσμο. Ως εκ τούτου, κατέστη εφικτό να ακουστούν επιτέλους οι αντιπρόσωποι της οργάνωσης (όπως την κάλεσε ο κ. Georges Bidault) «των πολιτικών και πνευματικών οίκων που συνεισέφεραν στο μεγαλείο αυτής της ελεύθερης χώρας».
Δεν είμαστε σίγουροι ότι όλη η Γαλλία έχει μια καθαρή εικόνα για το τι ήταν η Αντίσταση και ποιον ρόλο έπαιξε σε αυτήν το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης. Είναι αλήθεια, έχει γίνει αρκετός λόγος γι’ αυτήν από την Απελευθέρωση και μετά. Χρειάζεται φαντασία, ωστόσο, για να δει κανείς πέραν των λέξεων την καθημερινή αλήθεια, τα σκληρά βάσανα και τις πυρετώδεις στιγμές που γέμισαν αυτήν την προηγούμενη 4ετία. Δεν είναι σαφές, όμως, ούτε αν όλη η Γαλλία εκτιμά κατά ορθό τρόπο τις προθέσεις των ανδρών της Αντίστασης.
Είναι αλήθεια ότι το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης και οι εφημερίδες έχουν συχνά πει ότι αισθάνονταν πως είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν τις συμβουλές τους. Θα ήταν σοβαρό σφάλμα, ωστόσο, αν συνεπέραινε κανείς εξ αυτού ότι επιθυμούσαν να εξαιρέσουν τους άλλους από την όλη διαδικασία ή ότι η Αντίσταση αποδεχόταν μιαν υπερβολική επιβράβευση σε σχέση με ό,τι ήταν δίκαιο.
Ορισμένοι αναγνώστες θα έχουν ίσως σημειώσει ότι οι ομιλίες του χθες –εάν ληφθούν συνολικά– έδιναν το σύνθετο περίγραμμα μιας εταιρείας και ενός στέρεου, καλοσχεδιασμένου προγράμματος ανάπτυξης που θα είχε εκπλήξει πολλούς από τους υπερασπιστές του πριν από τον πόλεμο. Ωστόσο, η δοκιμασία της ήττας και του αγώνα αποδείχθηκε κρίσιμη για αυτούς τους ανθρώπους με τις τίμιες προθέσεις.
Ορισμένοι από την δεξιά –αυτοί που δεν είχαν αφιερώσει ποτέ έστω και μια σκέψη στο κοινωνικό πρόβλημα– κατάλαβαν ότι ένα έθνος δεν μπορούσε να ζήσει αποκομμένο από τον λαό του καθώς και πως ό,τι είχε χαριστεί στον λαό θα συντελούσε τελικά προς όφελος του έθνους.
Ορισμένοι από την αριστερά –αυτοί που η ιδέα τους περί δικαιοσύνης υπερέβαινε τα σύνορα της χώρας στην οποία γεννήθηκαν– συνειδητοποίησαν ότι κανένα ιδανικό δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε μιαν κατακτημένη χώρα και πως ό,τι έκανε κανείς για χάρη ενός έθνους που ταπεινώθηκε άδικα θα συντελούσε τελικά προς όφελος της δικαιοσύνης.
Εδώ αγγίζουμε ό,τι είναι πιο πολύτιμο για την Αντίσταση.
Μέσω μιας εξέγερσης της καρδιάς, συνεράνισε και συγκέντρωσε μαζί ορισμένες αλήθειες της νόησης και της διάνοιας. Επειδή οι άνδρες της Αντίστασης έχουν μιαν ακριβήν ιδέα για ό,τι θέλουν να διδάξουν, αισθάνθηκαν ότι ήταν καθήκον τους να συνεχίσουν ό,τι είχαν ξεκινήσει στην σιωπή δια μέσου πλέον των ομιλιών και των πράξεων.
Αυτός είναι ο λόγος που το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης μίλησε χθες –και γιατί ζητά καθημερινώς να παρέχει τις συμβουλές του.
Οι ίδιοι οι λόγοι κατ’ εξοχήν για τις πράξεις αυτές που συντίθενται στην κοινή κατανόηση μέσω της οποίας έχουν συμφιλιωθεί μεταξύ τους τόσο πολλές ιδέες (που κάποτε θεωρούνταν εχθρικές η μια με την άλλη) για χάρη του μεγαλείου του έθνους εγγυώνται ότι η δράση της Αντίστασης θα συνεχίσει                  να υπερβαίνει τις προσωπικές προκαταλήψεις και φιλοδοξίες.
Εμείς εδώ πιστεύουμε βαθειά ένα πράγμα: η Αντίσταση δεν επιθυμεί να επιβληθεί αυταρχικά αλλά θέλει απλώς να ακουστεί. Έχουμε συνείδηση αρκετοί εξ ημών ότι δεν έχουμε κάνει τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι απαιτούσε το καθήκον.
Το να κάνει κάποιος το καθήκον του δεν προαπαιτεί καμιάν ανταμοιβή ή δημοσιότητα ούτε εξ ανάγκης καταλήγει σε ειδικά βασιλικά προνόμια. Αν μη τι άλλο, ίσως να δίνει το δικαίωμα, όταν δοθεί η ευκαιρία, να το ξανακάνει εκ νέου.
Η Αντίσταση έκανε ό,τι μπορούσε για να αποκαταστήσει την ελευθερία αυτής της χώρας. Αυτό σήμαινε, όμως, να δώσει στον λαό μιαν κυριαρχικήν επικράτεια.
Η Αντίσταση το ήξερε αυτό και ήταν ο σκοπός που επεδίωκε. Πλήρωσε για ό,τι έκανε με μιαν οδύνη που είναι δύσκολο να την αναπολούμε με θανάτους που μερικοί εξ ημών δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξεχάσουμε. Αυτή ήταν η τιμή, όμως, που έπρεπε να πληρωθεί ώστε να μπορέσει να εγερθεί από την σιωπή του ο Γαλλικός λαός.
Αυτό, τώρα, έχει επιτευχθεί.
Σε λίγους μήνες, ίσως, ο λαός θα αποφασίσει ποιαν πολιτική και ποιαν κυβέρνηση επιθυμεί.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ήταν η Αντίσταση και τι παραμένει να είναι η Αντίσταση εάν δεν συλλάβει ολοκληρωτικά –ως μιαν βαρυσήμαντην αλήθεια– το νόημα και την ετυμολογία της λέξης.
Αν επιτραπεί στον λαό της Γαλλίας να εκφραστεί ελεύθερα και επιλέξει να αποκηρύξει την πολιτικήτης Αντίστασης, η Αντίσταση θα υποκλιθεί στην βούλησή του.
Αυτοί που πίστεψαν ότι ήταν καθήκον τους να συνεχίσουν να υπηρετούν την χώρα τους θα επέστρεφαν τότε στα σπίτια τους για να ζήσουν τις ιδιωτικές τους ζωές και να απολαύσουν τις λιγότερο απαιτητικές ανέσεις στις οποίες γύρισαν για λίγο την πλάτη επειδή αισθάνθηκαν –δικαιολογημένα την εποχή εκείνη μέσω της ήττας– ότι υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να γίνουν και δεν μπορούσαν να γίνουν χωρίς αυτούς.



A.C.


«ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
Copyright: Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το κείμενο αυτό είναι προφανές ότι συνδέεται με τις μεταφράσειςπερί Ελλάδος (βλ. «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ», «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ», « Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ») και, βέβαια, πρέπει να συνδεθεί και με τα άρθρα περί Γερμανίας, περί Τέχνης («ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ» , «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ» και αναφορές σε Άγαλμα Νίκης) , Χριστιανισμού, Αποκαλύψεως και περί Θεών της Γερμανίας. Ο Edgar Quinet (1803-1875) ήταν ιστορικός, καθηγητής στο Κολλέγιο Γαλλίας που δημοσίευσε ιστορικές Μελέτες για την Επανάσταση, για τις Επαφές της Σύγχρονης Ελλάδος με την Αρχαιότητα (βλ. “L’ Esprit Nouveau”). Ίσως να ενώνεται με την κινηματογραφική ταινία Sierra de Teruel” που αναφέρεται στην εμπειρία της Αποκάλυψης και βασίστηκε στο μυθιστόρημα του André Malraux  «L’ Espoir»-«Η Ελπίς» που εστιάζει στην μάχη για την κατάληψη του Alcazar στο Τολέδο της Ισπανίας. Το θέμα συνδέεται με τις μεταφράσεις των Καμύ-Όργουελ ως προς την ελπίδα των φυλακισμένων της Ισπανίας και των προλετάριων.

Όταν μια επανάσταση έχει ήδη ξεσπάσει, τί πρέπει να γίνει για να την καταστείλει κανείς;
Η εμπειρία αποδεικνύει ότι αρχικά πρέπει να την επικροτήσει και ότι ο λαός πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να εξυμνηθεί για την γενναιοδωρία, την ανιδιοτέλεια και την μεγαλοψυχία του.
Όταν ο κόσμος αρχίζει να εκδηλώνει την βούλησή του, τότε είναι η ώρα για κάποιον να διατρανώσει από τις κορυφές των κτιρίων πως αν οι αρχηγοί του τολμήσουν να δουν κερδοσκοπικά την νίκη του,αυτό θα ήταν ταπεινωτικό διότι θα έσυρε την νίκη από την λάσπη, πως το μόνο όφελος που θα έπρεπε η ηγεσία του να αντλήσει από την επανάσταση είναι η δόξα ότι αυτή την οδήγησε στην επιτυχία και ότι κάθε είδους εγγυήσεις που θα διεκδικούσε ως θεϊκή εξουσία θα ισοδυναμούσε με ληστεία της ίδιας του της ένδοξης προσπάθειας.
Όμως, από την στιγμή που ο λαός και οι Θεοί που αυτός δοξάζει έχουν μπει σε καταστολή και κοιμηθεί μέσω της άμετρης ευλογίας της αδιαφορίας, ο κάβος που πρέπει να υπερπηδηθεί είναι σαφής. Ο κόσμος πρέπει να αναγκαστεί να αισθανθεί ότι τα όπλα που οι ηγέτες του εξακολουθούν να έχουν στην κατοχή τους αποτελούν ένα σημάδι χάους και ότι οι ταγοί του ή οι Θεοί που τον εξουσιάζουν θα έδιναν το καλό παράδειγμα εάν τα παρέδιδαν σε ορισμένα άτομα που έχουν υποδειχθεί ως διάδοχοι ή σε ορισμένα εξουσιοδοτημένα σώματα ώστε αυτοί να τα φέρουν εν ονόματι του λαού.
Από την στιγμή που ο λαός απογυμνωθεί των όπλων του, το λιοντάρι θα πρέπει να εξακολουθήσει να υμνείται για την καλή του φύση.
Αμέσως μετά, ωστόσο, μπορεί κανείς να υπαινιχθεί ότι η επανάσταση που κάποτε θεωρούνταν τόσο πολύ αγνή δεν ήταν άσπιλη εγκλημάτων, ότι ορισμένοι τρελλοί συνένωσαν τις δυνάμεις τους με τους ήρωες αλλά, ευτυχώς, οι διεφθαρμένοι ήταν ελάχιστοι σε αριθμό.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, αυτές οι αλυσίδες πρέπει να αποτιναχθούν. Εάν τίποτε δεν έχει δημιουργήσει αίσθηση έως την στιγμήν αυτή, τότε έχει έρθει η ώρα να ανακοινωθεί ότι η επανάσταση                                                                                                 –η οποία στην αρχή όλους τους ξεγέλασε– αποδεικνύεται τελικά ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα μακελειό που το υποκίνησε κατ’ αποκλειστικότητα μια ανάγκη πλιατσικολογίας αλλά –δόξα τω Θεώ–                                                                                             η χώρα δεν έπεσε στα νύχια των πρόστυχων ηγετών της.
Πέραν, όμως, των ακατέργαστων λίθων που μπορεί κανείς να βρει μέσα σε μιαν νίκη δηλητηριασμένη από την λάσπη, όλες οι λεηλασίες, οι φόνοι, οι εμπρησμοί και τα εγκλήματα κάθε είδους παρέχουν μαρτυρία ως προς το τι θα είχε πετύχει η επανάσταση.
Από την ώρα που το θέμα αυτό έχει εμπεδωθεί, η εμπειρία δείχνει ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί αρκετά συχνά ως το σημείο εκείνο που ο λαός –τυφλωμένος από την ξαφνική θύελλα των κατηγοριών– καταλήξει να πιστέψει ότι μόλις και που απέφυγε να βυθιστεί περαιτέρω στην άβυσσο του χάους και της εγκληματικότητας.
Αυτή είναι η σωστή στιγμή να εκμεταλλευθεί κανείς και να κερδοσκοπήσει στον πανικό του λαούπου οδηγεί στην νάρκωση και να εξαπολύσει μιαν τολμηρή επιδρομή στα μετόπισθεν για να σταματήσει τους νικητές στα χαρακώματά τους.
Αυτή είναι η άποψη του Edgar Quinet εν έτει 1868.
Είναι σαφές ότι ελάχιστες αλλαγές έχουν γίνει έκτοτε στον κόσμον αυτόν.
Οι Έλληνες ιστορικοί μας παραδίδουν ότι όταν οι αριστοκράτες αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους σε ορισμένες ελληνικές πολιτείες, απαιτείτο να πάρουν όρκο ότι θα αμαυρώνουν εσσαεί το όνομα του λαού.
Αυτή η αρχή –που βαστά 2000 χρόνια– βασιζόταν σε μεθόδους που περιέγραψε ο Quinet και τις οποίες βλέπουμε σε λειτουργία σήμερα ως μάρτυρες.
Εδώ στην Γαλλία, όμως, εδώ και αιώνες, όρκοι που ποτέ δεν δόθηκαν ωστόσο τηρούνται.
A.C.

                                                       «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ»

                                                               Αλμπέρ Καμύ

                                                                  «L’ Express»
                                                            6 Δεκεμβρίου 1955
                                   Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
                                         Copyright© Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: Ο Μιχάλης Καραολής και ο Ανδρέας Δημητρίου απαγχονίστηκαν
από τους Βρεττανούς στις 10/5/1956. Το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε σχέση με τις ομιλίες του Καμύ
στην Σουηδία, σε συνάρτηση με τις εισαγωγές «ΞΕΝΟΥ», «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ», «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΩΝ» καθώς και με το σημείο περί «ένωσης» και «πηγών» στο μήνυμά του με τίτλο «19 ΙΟΥΛΙΟΥ: ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ». Πρέπει να προσεχθεί ιδίως η επιγραφή του έργου «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός»:
“Nemo habet de suo nisi”. Εξάλλου, από το πνεύμα του κειμένου τεκμαίρεται ότι το όνομα του Ελληνόπουλου χρησιμοποιείται συμβολικά: διότι εντάσσεται στο πλαίσιο των αλληγορικών κειμένων περί Χριστιανισμού-Τύπου-Αντίστασης και Ελλάδας!


Εδώ και μερικές εβδομάδες, η επαναστατημένη Κύπρος έχει ένα πρόσωπο:
αυτό του νέου Κύπριου φοιτητή Μιχάλη Καραολή, καταδικασμένου
από τα βρεττανικά στρατοδικεία σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Πεθαίνει κανείς, και μάλιστα φριχτά, στο ευτυχισμένο νησί
που γεννήθηκε η Αφροδίτη.
Για μιαν ακόμη φορά, η σκοτεινή διεκδίκηση ενός λαού
για πολύ καιρό αφώνου, έπειτα φιμωμένου –από την στιγμή που ψάχνει να βρει τον τρόπο να εκφραστεί–, ξέσπασε σε τρομοκρατία.
Για μιαν ακόμη φορά, η τυφλή καταστολή προηγήθηκε της εξέγερσης.
Για μιαν ακόμη φορά, η δύναμη
που δήλωνε ότι κατ’ αρχάς ενδιαφέρεται για την τάξη,
υποχρέωσε να εγκατασταθούν τα δικαστήριά της και, ακόμα, εντατικοποίησε
μια καταστολή που δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να πολλαπλασιάσει
τους εξεγερμένους.
Έρχεται τότε η ώρα των μαρτύρων,
τόσο ακατάβλητων κι ακάματων όσο και η καταπίεση,
και που καταλήγουν να επιβάλουν σε έναν κόσμο
αδιάφορο την διεκδίκηση ενός λαού
ξεχασμένου από όλους εκτός από τον ίδιο.
Αλλά στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, αυτό το παλαιό δράμα
είναι πολύ πιο φριχτό διότι πρόκειται για δύο λαούς συμμάχους μεταξύ τους
και φίλους με τον δικό μας. Το ενδιαφέρον, όσο και η καρδιά,
απαιτούν όπως αυτά τα δύο έθνη συμφιλιωθούν με την παλιά τους φιλία.
Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση της μιας
(η πιο δυνατή, είναι αλήθεια, αλλά η πιο θαυμαστή
λόγω της φιλελεύθερης παράδοσής της) κρεμά τα παιδιά της άλλης.
Εν τούτοις, η Αγγλία δεν αρνείται την νομιμότητα της Κυπριακής
διεκδίκησης ούτε ότι το 80% των κατοίκων της νήσου είναι Έλληνες
ούτε ότι οι ελεύθερες εκλογές θα έδιναν συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της Ένωσης.
Το μοναδικό της επιχείρημα, το οποίο εκτός των άλλων
υποστηρίχθηκε πριν από λίγο καιρό και από έναν Γάλλο συγγραφέα,
είναι στρατηγικής σημασίας: η Κύπρος είναι το προωθημένο αεροπλανοφόρο
της βρεττανικής και δυτικής δύναμης, Αλλά τί αξίζει
αυτό το επιχείρημά της από την στιγμή που το νησί είναι επαναστατημένο;
Αντί να πνιγεί αυτό το κίνημα στο αίμα (οπότε όλη η Ελλάδα
θα απειλήσει το αεροπλανοφόρο), θα ήταν καλύτερα να δεχθούν την λογική πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης η οποία προσφέρεται να εγγυηθεί τις βάσεις εάν ψηφιστεί η Ένωση.
Εν τέλει, υπάρχουν αλήθειες που αξίζουν όσο το σκυρόδεμα και το ατσάλι.
Από την θαυμαστή αντίστασή της
στους Ιταλούς και στους Γερμανούς κατακτητές, από την ανένδοτη άρνησή της
να υποταχθεί, η Ελλάδα απέδειξε σε όλο τον κόσμο ότι η φιλία της
ήταν μια βάση πολύ πιο στέρεη από όλες τις άλλες.
Δεν θα κρύψω, από την πλευρά μου, τον θαυμασμό
μου και την τρυφερή στοργή μου για αυτόν τον ελληνικό λαό,
τον οποίο (μαζί με τον ισπανικό) βλέπω ως έναν από αυτούς τους λαούς
τους οποίους η βάρβαρη Ευρώπη
θα έχει ανάγκη αύριο για να ξαναχτίσει έναν πολιτισμό.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό το αίσθημα
που με κάνει να σκεφθώ ότι η Αγγλία και η Δύση έχουν τα πάντα να κερδίσουν
αν το πρόβλημα της Κύπρου ρυθμιστεί προς την διεύθυνση της Ένωσης.
Οι Άγγλοι συντηρητικοί δεν αντιτάσσονται, στην πραγματικότητα, προς αυτή την διεύθυνση παρά διότι –αφού εγκατέλειψαν την Αίγυπτο
για να κρατήσουν το Σουέζ– δεν θέλουν να χάσουν την πρόσοψη.
Αλλά θα χάσουν πολύ περισσότερα από την πρόσοψη
εάν η διατήρηση –εξ ανάγκης προσωρινή– της σημερινής κατάστασης
πρέπει να πληρωθεί με την δολοφονία ενός παιδιού.
Η εποχή των αυτοκρατοριών τελειώνει,
αυτή των ελευθέρων κοινοτήτων αρχίζει,
στην Δύση τουλάχιστον.
Ας ξέρουμε να το αναγνωρίσουμε
και να διευκολύνουμε αυτό το μεγάλο μέλλον αντί να του συντρίψουμε τον σβέρκο.
Αφού διεξάγονται διαπραγματεύσεις, η βρεττανική κυβέρνηση έχει τελικά
την ευκαιρία να τους δώσει μιαν εποικοδομητική συνέχεια,
απαλλάσσοντας τον νεαρό καταδικασμένο.
Είναι τόσο οι φίλοι της Αγγλίας όσο και του ελληνικού λαού
που της ζητούν να σώσει κατ’ αρχάς τον Μιχάλη Καραολή
και, κατόπιν, να του επιστρέψουν ένα τμήμα
της ιστορίας του των 3.000 ετών.




«Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ
COMBAT”, 5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Μετάφραση: Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου
CopyrightChristos PPapachristopoulos
Σημείωμα του μεταφραστή: το ζήτημα της γλώσσας καθώς και των Θεών της Ελλάδος είναι κεντρικό στο θεατρικό έργο «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ» και μάλιστα στο «ΠΡΟΟΙΜΙΟ-ΕΞΗΓΗΣΗ» ο συγγραφέας εξηγεί την διαφορά από το μυθιστόρημα «Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ» που συνδέεται τόσο με την Ελλάδα και τα ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ όσο και με την Ισπανία. Βλ. για τα ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ και τα κείμενα «ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», «Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ», «ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ». Το θέμα της αγάπης αναπτύσσεται στο κείμενο με τίτλο «ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ» ενώ εξειδικεύεται στην μετάφραση του άρθρου «Η ΣΑΡΚΑ» που είναι αφιερωμένο στον René Leynaud. Από εκεί ξεδιπλώνονται αναφορές στους René CharRené CapitantRené Hardy. Οι αναφορές περί Κυβέρνησης και σε σχέση με τους Teitgen-Lacoste αναφέρονται α) στην λειτουργία του κοινού Υπουργείου Πληροφοριών των Όργουελ-Καμύ MINISTRY OF INFORMATION (M.O.I.) με βάση το έργο «1984» και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14/2/1984 για το Σύνταγμα της Ε.Ε. αλλά και σε σχέση με το Σύνταγμα της Ισπανίας, β) σε σχέση με θεολογικά ζητήματα που αναπτύσσονται στην ενότητα Camus-Mauriac και Gabriel Marcel. Για το θέμα του αξιώματος του Θεού, βλ. την μετάφραση της Σιμόν Βέϊλ «Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ».
Υπάρχει ένα είδος συμφωνίας σιωπής ανάμεσα στον κ. Mauriac και εμάς: παρέχουμε ο ένας στον άλλον θέματα προς έκδοση (αυτό είναι κάτι που πιθανόν συνδέεται με το γεγονός ότι αυτό που επαγγέλλεται είναι παρόμοιο με ό,τι κάνουμε εμείς), αν και έχουμε –οπωσδήποτε– διαφορετικό ταμπεραμέντο. Σε αυτό, φυσικά, δεν βλέπουμε τίποτε άλλο παρά μόνον πλεονεκτήματα.
Ο ελεύθερος διάλογος μας επιτρέπει να διορθώνουμε και να φωτίζουμε θέσεις που πολύ συχνά εκφράζονται με βιασύνη. Όλοι μπορούμε να αποκομίζουμε κέρδη από αυτήν την ανταλλαγή ιδεώναλλά το ερώτημα είναι αν από αυτήν μπορούν να ωφεληθούν οι αναγνώστες. Ορισμένοι μας έχουν πει, με καλή βούληση και με απόλυτη σιγουριά, ότι η απάντηση είναι: όχι. Μερικές φορές αμφιβάλλουμε κι εμείς.
Σήμερα, το άρθρο του κ. Mauriac στην Κυριακάτικη Figaro έχει ελκύσει σε ένα αξιοσημείωτο πακέτο αλληλογραφίας για γράμματα που αφορά την Αντίσταση.
Πρέπει, άρα, να εξηγήσουμε την θέση μας.
Ο κ. Mauriac μας κατηγορεί που είπαμε ότι βρίσκεται καθ’ οδόν μια επίθεση κατά της Αντίστασης και που υποστηρίξαμε ότι κομμάτι αυτής της επίθεσης αποτελούν τα μέτρα που έλαβαν 2 υπουργοί της κυβέρνησής μας.
Κατά την άποψήν του αυτή, δεν θα έπρεπε να ασκούμε κριτική προς υπουργούς που επελέγησαν από τις τάξεις της Αντίστασης. Εξ αντιθέσεως, εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει. Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο σημείο είναι ακριβώς ότι εμείς είμαστε σε θέση να ασκούμε κριτική και όχι να εκτοξεύουμε κατηγορίες όπως πρεσβεύει ο κ. Mauriac.
Πιστέψτε μας: δεν θα υποκύψουμε ποτέ σε υπαινιγμούς. Αν φθάσουμε ποτέ στο συμπέρασμα ότι ο κ. Teitgen και ο κ. Lacoste έχουν τοξινωθεί τόσο πολύ από την δύναμη που έστρεψαν την πλάτη τους στους συντρόφους τους στην Αντίσταση, θα το γράψουμε συλλαβή-συλλαβή για να το δουν όλοι. Δεν το γράφουμε, όμως, διότι δεν το πιστεύουμε.
Οπότε, ο κ. Mauriac θα πρέπει να αποφεύγει να βάζει λέξεις στο στόμα μας.
Παραμένει και σήμερα, όμως, δυνατό για τους υπουργούς που προέρχονται από την Αντίσταση να παίρνουν μέτρα που υπονομεύουν την προσπάθεια ανοικοδόμησης που έχει αναλάβει η Αντίσταση.
Ο κ. Mauriac δεν μπορεί να μην έχει γνώση του γεγονότος ότι τα υπουργεία είναι γεμάτα ανθρώπουςτων οποίων η μοναδική σχέση με την Δημοκρατία είναι οι φάκελλοι που έχουν αναλάβει. Είναι οι άνθρωποι που ο δρόμος τους μπλοκάρεται από την Αντίσταση και τον Τύπο της.
Ύστερα από ένα προσεκτικό ζύγιασμα των πραγμάτων, αποφασίσαμε να αποκηρύξουμε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, οι κ.κ. Teitgen και Lacoste δεν θα τρομάξουν από την σκληρή γλώσσα. Την έχουν ακούσει και προηγουμένως.
Η γνώση ότι αυτά τα σκληρά λόγια εκστομίζονται από τους ίδιους τους συντρόφους τους μπορεί, όμως, να τους παρέχει τροφή για σκέψη.
Ένας υπουργός δεν μπορεί να είναι παντού. Δεν μπορεί να φαντάζεται ή όντως να βλέπει όλα όσα συμβαίνουν την ώρα που αυτός λειτουργεί στην υπηρεσία του –και, ορισμένες φορές, μπορεί απλώς να υπογράφει ένα ντοκουμέντο ή έγγραφο που βρίσκεται μπροστά του. Είναι, λοιπόν, καλύτερα να του πει κάποιος ότι δεν έπρεπε να υπογράψει.
Η συντροφικότητα στην Αντίσταση δεν ήταν ένα ζήτημα αμοιβαίου θαυμασμού.
Είχε περισσότερο σχέση με ό,τι ο ίδιος ο κ. Mauriac περιέγραψε ως «διάφανη αγάπη». Και μιλά την γλώσσα της διάφανης αγάπης –που είναι η γλώσσα της αλήθειας.
Εν τούτοις, είναι σημαντικό να ληφθεί η σημείωση ότι το ζητούμενο είναι ακόμα ευρύτερο. Για να τεθεί απλά, η διαφορά ανάμεσα σε μας και τον κ. Mauriac είναι ότι αυτός πιστεύει ότι η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει καλό έργο στην ενημερωτική πλευρά των εσωτερικών της κατ’ οίκον θεμάτων –κι εμείς όχι.
Θα υπενθυμίζαμε απλώς στον αντίπαλό μας ότι από πλευράς ενημερωτικής πολιτικής –υπό ορισμένες συνθήκες– το να μην τα πας αρκετά καλά σε αφήνει ευπρόσβλητο στην πιθανότητα να πάει καλύτερα κάποιος άλλος μιαν ημέρα.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΜΑΣ.
Για να το πούμε μια κι έξω, αν η Γαλλία μπορεί –χάρη σε μιαν ενεργητική και οξυδερκή πολιτική– να αποφύγει το ενδεχόμενο να οδηγηθεί σε Κομμούνα, ο κ. Mauriac θα συμφωνούσε μαζί μας ότι αυτή η συγκεκριμένη πολιτική θα ήταν για το καλό.
Εάν επρόκειτο, μάλιστα, να εξετάσει τις τρέχουσες κρίσεις στην Ευρώπη κι αν ειδικότερα επρόκειτο να σκεφτεί την Ελλάδα, θα αναγνώριζε την ύπαρξη σ’ αυτήν την απειλή προς την οποία επιτιθέμεθα.
Ας σταθμίσει αυτό το ακλόνητο γεγονός: χθες, αγωνιστές αντιστασιακοί εκτελέστηκαν στην Αθήνα επειδή διαμαρτυρήθηκαν κατά της κυβέρνησης που ανακηρύχθηκε από την Απελευθέρωση.
Δεν τα είχαν θυσιάσει όλα (και μάλιστα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα) για να έχουν ένα τόσο σκανδαλώδες τέλος. Πόσο πιο αξιοζήλευτη θα τους φαινόταν η μοίρα των συντρόφων τους που σκοτώθηκαν επί της Κατοχής –διότι εκείνοι τουλάχιστον δεν πέθαναν από τα χέρια των φίλων τους.
Ελπίζουμε ότι τώρα ο κ. Mauriac μας καταλαβαίνει καλύτερα.
Όταν αναλαμβάνουμε την υπεράσπιση των ανδρών της Αντίστασης, θα ήταν λάθος να πιστεύει –όπως νομίζουν μερικοί από τους ανταποκριτές μας– ότι το κάνουμε από μιαν υπερβάλλουσαν ιδέα για τις αρετές και τα δικαιώματά τους.
Υπάρχει αντίσταση και Αντίσταση.
Γνωρίζουμε ότι οποιοσδήποτε μπορεί να εκμεταλλευθεί σήμερα το γεγονός ότι η Αντίσταση διεξαγόταν υπό συνθήκες μυστικότητας για να εγείρει αξιώσεις σε έναν εντυπωσιακόν τίτλο και να επιδιώξει μιαν δουλειά.
Ξέρουμε, άλλωστε, ότι αυτοί που έχουν τις καλύτερες θέσεις δεν είναι πάντοτε οι πιο άξιοι.
Αυτός όμως είναι ο κόσμος.
Και η μετριότητα έχει τα δικαιώματά της – και στην μετριότητα πρέπει να αναγνωρίζονται δικαιώματα.
Άλλωστε, είναι αλήθεια ότι δεν ήταν όλοι οι αντιστασιακοί ήρωες ή άγιοι.
Είναι λόγος αυτός να καταδικάζονται όλα όσα έκαναν ή να υπερβάλονται τα ελλείμματα και τα λάθη τους;
Ξέρουμε ότι ο κ. Μauriac δεν θα έχει αυτήν την γνώμη.
Να γιατί υπερασπιζόμαστε την Αντίσταση –όχι για ό,τι έκανε (κάτι το οποίο ήταν φυσικό) αλλά ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ (κάτι το οποίο μας εκπλήττει ως δίκαιο και καλό).
Αυτό είναι που θέλουμε να διαφυλάξουμε, επειδή αυτό είναι που θα προστατεύσει την Γαλλία από τις χειρότερες κι απροσδόκητες περιπέτειες.
Αυτό μας κάνει τόσο τολμηρούς ώστε να ασκούμε κριτική.
Τί αξίζουν λίγες σκληρές λέξεις αν κάποιαν ημέρα αποτρέψουν να χυθεί πολύτιμο κι αθώο αίμα;
Το νεανικό πρόσωπο της Γαλλίας –περί του οποίου μίλησε με τόσον κατάλληλο συναισθηματισμό ο κ. Mauriac– είναι αυτό που κι εμείς γνωρίζουμε καλά: ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτού.
Η αλήθεια είναι ότι, προκειμένου να συγκρατήσουμε την Γαλλία από την βύθιση στο χάος και να την προστατεύσουμε από πλήγματα που δεν θα μπορούν να θεραπευτούν, πρέπει τώρα να κάνουμε έκκληση προς αυτήν την ευφυΐα και αυστηρή σοβαρότητα που θα καταστήσει για πολλά χρόνια στο μέλλον αξιοσέβαστο το πρόσωπο αυτό.